Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Η διπλή απάτη της αναλιτότητας (« rilance »)



 

http://www.journaldumauss.net/?La-double-imposture-de-la-rilance

Του Σερζ Λατούς, μτφρ. Σιαμανδούρας Σωτήρης.

Απέναντι στην ολοένα και πιο δραματική, οικονομική, δημοσιονομική και συνεπώς κοινωνική κρίση που αναμένεται στην Ευρώπη –εκεί που δεν έχει ξεσπάσει ήδη-, αξίζει τον κόπο να σταθούμε στις πιθανές λύσεις που ανέφερε πριν από τρεις μήνες, μπροστά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τον Αύγουστο του 2011, ο φίλος μας ο Σερζ Λατούς, ο «πάπας της αποανάπτυξης». Αλαίν Καγιέ.

 

Εισαγωγή

 

Τι είναι η αναλιτότητα (« rilance »); Κατά βάση είναι αυτό που προτάθηκε στη σύνοδο (G8/G20) του Τορόντο, ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει ταυτόχρονα και την ανάκαμψη και τη λιτότητα. Η Πρωθυπουργός της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ υπερασπιζόταν μια πολιτική λιτότητας και δημοσιονομικής αυστηρότητας. Ο Πρόεδρος της Αμερικής Μπαράκ Ομπάμα, που φοβόταν ότι η χλιαρή ανάκαμψη της παγκόσμιας και αμερικάνικης οικονομίας θα απειληθεί  από μια αποπληθωριστική πολιτική, υποστήριζε μια λελογισμένη ανάκαμψη. Η τελική συμφωνία έγινε με μιαν ανάπηρη σύνθεση: ελεγχόμενη ανάκαμψη ("relance") σε πλαίσιο λιτότητας ("rigueur") και δημοσιονομικής πειθαρχίας μετριασμένης από την ανάκαμψη. Η δική μας Υπουργός Οικονομικών, που δεν ήταν ακόμη Πρόεδρος του ΔΝΤ, η Κριστίν Λαγκάρντ, πήρε τότε το ρίσκο να χρησιμοποιήσει τον νεολογισμό «αναλιτότητα» (σύνθεση της ανάκαμψης και της λιτότητας)! Με τον τρόπο αυτόν, ακολούθησε τα βήματα του συμβούλου του Σαρκοζί, του Αλέν Μινκ, που όταν ρωτήθηκε τι θα πρέπει να γίνει στο πλαίσιο αυτής της επικίνδυνης κατάστασης που έχει δημιουργηθεί, με την αποσταθεροποίηση των Κρατών από τις αγορές που τα ίδια αυτά κράτη μόλις διέσωσαν από την πανωλεθρία, χρησιμοποίησε την εξής καταπληκτική διατύπωση: Θα πρέπει να πατήσουμε ταυτόχρονα το φρένο και το γκάζι.
Ωστόσο, η καταγγελία της τριπλής απάτης του προγράμματος αυτού ενέχει τρεις δυσκολίες για εμένα:
- Πρώτον, να μιλήσω στο μέρος αυτό, στην αίθουσα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλες –έναν ναό της θρησκείας της ανάπτυξης- με αφετηρία την εικονοκλαστική θέση της αποανάπτυξης και, επιπλέον, για ένα θέμα στο οποίο δεν είμαι ειδικός: την Ελλάδα και την κρίση δημοσίου χρέους.

- Δεύτερον, να μιλήσω στο μέρος αυτό –ναό της πολιτικής- από τη θέση του «ειδικού», συνεπώς, για να θυμηθούμε τη διάκριση και την ανάλυση του Βέμπερ, με βάση την ηθική της πεποίθησης και όχι την ηθική της ευθύνης.

- Και τέλος, να υποστηρίξω μια οπτική παράδοξη: ούτε λιτότητα ούτε και ανάκαμψη.

- Η αποκήρυξη της λιτότητας ή της δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι μια θέση για την οποία μπορώ τουλάχιστον να βρω συμμάχους (έστω και πολύ μειοψηφικούς) τόσο μεταξύ των οικονομολόγων, για παράδειγμα στο πρόσωπο του Φρεντερίκ Λορντόν, όσο και μεταξύ των πολιτικών, για παράδειγμα στο πρόσωπο του Ζαν Λουκ Μελανσόν, με το πρόγραμμα που έχει τώρα.

- Η αποκήρυξη της επιστροφής στην παραγωγικίστικη ανάπτυξη και η έξοδος από τη θρησκεία της ανάπτυξης είναι μια θέση που τη δέχονται κάποιοι οικολόγοι μακροπρόθεσμα αλλά την ξεχνούν εντελώς επί του παρόντος.
Ωστόσο, αυτή είναι η τριπλή πρόκληση στην οποία θα επιχειρήσω να απαντήσω υπερασπιζόμενος τη διπλή άρνηση και της λιτότητας και της ανάκαμψης.

 

I – Ούτε πειθαρχία: να αρνηθούμε τη λιτότητα


Η ελληνική κρίση εγγράφεται στο ευρύτερο πλαίσιο της κρίσης του Ευρώ και της κρίσης της Ευρώπης. Και βεβαίως σε μια κρίση πολιτισμική της κοινωνίας της κατανάλωσης, δηλαδή σε μια κρίση όπου συναντιόνται μια κρίση δημοσιονομική, μια κρίση οικονομική, μια κρίση κοινωνική, μια κρίση πολιτιστική και μια κρίση οικολογική. Έχω τη βαθιά πεποίθηση ότι επιλύοντας την κρίση της Ευρώπης και του Ευρώ, αν όχι την κρίση του καταναλωτικού πολιτισμού, θα επιλύαμε και την ελληνική κρίση. Συντηρώντας όμως την Ελλάδα στον σωλήνα με δάνεια, υπό την προϋπόθεση όλο και πιο άγριων περικοπών, δεν θα σώσουμε ούτε την Ελλάδα, ούτε την Ευρώπη και θα βυθίσουμε τους λαούς στην απελπισία.

Η απόρριψη της λιτότητας προϋποθέτει καταρχάς να ξεπεράσουμε δύο ταμπού που βρίσκονται στη βάση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος: τον πληθωρισμό και τον προστατευτισμό.

Το σχέδιο της αποανάπτυξης, δηλαδή η δημιουργία μιας κοινωνίας της λιτής αφθονίας ή της ευημερίας χωρίς ανάπτυξη, προϋποθέτει να ξαναδούμε δύο φαινόμενα που αποτέλεσαν το αντικείμενο συστηματικών πολιτικών κατά το παρελθόν: τον προστατευτισμό και τον πληθωρισμό. Οι συστηματικές δασμολογικές πολιτικές κατασκευής και ανακατασκευής της παραγωγικής μηχανής, υπεράσπισης εθνικών παραγωγικών δραστηριοτήτων και κοινωνικής προστασίας, όπως και οι πολιτικές χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού με μια λελογισμένη προσφυγή στο τύπωμα χρήματος, η οποία φέρνει αυτήν την « gentle rise of price level » (μέτριο πληθωρισμό) που συνιστά ο Κέυνς, συνόδευσαν τη μοναδική ανάπτυξη των δυτικών οικονομιών μεταπολεμικά, την περίοδο που στη Γαλλία αποκαλούμε «τριάντα ένδοξα χρόνια» -για να πούμε την αλήθεια, τη μοναδική περίοδο στη σύγχρονη ιστορία κατά την οποία οι εργαζόμενες τάξεις απόλαυσαν μια σχετική ευδαιμονία. Τα δύο αυτά εργαλεία προγράφηκαν από τη νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση και οι πολιτικοί που ήθελαν να τα υποστηρίξουν αναθεματίζονται σήμερα, παρά το γεγονός ότι τα χρησιμοποιούν όλες οι κυβερνήσεις που το μπορούν, κατά τρόπο λιγότερο ή περισσότερο δόλιο και υπόγειο.

Όπως όλα τα εργαλεία, ο προστατευτισμός και ο πληθωρισμός μπορεί να έχουν αρνητικές και παραμορφωτικές συνέπειες –και είναι κυρίως αυτές που παρατηρούνται εκεί που γίνεται σήμερα χρήση τους κατά τρόπο ανέντιμο. Είναι όμως είναι αναγκαίο να τα χρησιμοποιήσουμε έξυπνα, για να επιλύσουμε κατά τρόπο κοινωνικά ικανοποιητικό τα προβλήματα του παρόντος. Να αποφύγουμε την καταστροφή μια αποπληθωριστικής λιτότητας αλλά και τη βέβαιη καταστροφή μιας παραγωγικίστικης ανάκαμψης

Όμως, για να γίνει αυτό σήμερα, θα πρέπει μάλλον να βγούμε από το Ευρώ, αν δεν μπορούμε να το διορθώσουμε. Θα πρέπει να ανακτήσουμε τον έλεγχο επί του χρήματος, που πρέπει να ξαναβρεί τη θέση του: να υπηρετεί και όχι να υποδουλώνει. Το χρήμα μπορεί να είναι καλός υπηρέτης αλλά είναι πάντοτε κακός κύριος.

Να σημειώσουμε καταρχάς ότι η ανάκαμψη της κυρίας Λανγκάρντ δεν είναι η ανάκαμψη παραγωγικής κατεύθυνσης του κυρίου Στίνγκλιτζ αλλά η ανάκαμψη της οικονομίας καζίνο, της κερδοσκοπίας, κατά κύριο λόγο, στο χρηματιστήριο και στην οικοδομή.
 

Και πράγματι, για τις κυβερνήσεις που έχουμε, το σύνθημα «και ανάκαμψη και λιτότητα» σημαίνει ανάκαμψη για το κεφάλαιο και λιτότητα για τους πληθυσμούς. Στο όνομα της ανάκαμψης των επενδύσεων –που είναι μάλιστα απατηλή- και της ανάκαμψης της εργασίας - -που είναι εντελώς απατηλή-, μειώνουμε ή και εκμηδενίζουμε τις κοινωνικές δαπάνες, τον φόρο επιτηδεύματος, τη φορολόγηση των κερδών των επιχειρήσεων. Εγκαταλείπουμε κάθε φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών και του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, τη στιγμή που η λιτότητα χτυπάει άγρια τους μισθωτούς και τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις, με την πτώση των απολαβών, τη μείωση των κοινωνικών επιδομάτων, την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης (και άρα τη μείωση του συντάξιμου χρόνου και του πραγματικού ύψους της σύνταξης). Για να συμπληρωθεί το παζλ και να προετοιμαστεί η μυθική ανάκαμψη, διαλύουμε όλο και περισσότερο τις δημόσιες υπηρεσίες και ιδιωτικοποιούμε όσο όσο ό,τι δεν έχει ακόμη ιδιωτικοποιηθεί, με μαζικές μειώσεις των θέσεων εργασίας (στην εκπαίδευση, στην υγεία κλπ). Γινόμαστε μάρτυρες ενός παράδοξου και μαζοχιστικού ανταγωνισμού λιτότητας. Η χώρα Α ανακοινώνει μια μείωση 20 % των μισθών, σε λίγο η χώρα Β ανακοινώνει 30 %, ενώ η χώρα Γ, για να μη μείνει πίσω, τρέχει να προσθέσει ακόμη πιο αυστηρά μέτρα. Σπρωγμένοι από την πανταχού παρούσα διαφήμιση να συνεχίσουμε να καταναλώνουμε χωρίς να έχουμε τα μέσα, και να χρεωνόμαστε χωρίς την προοπτική να ξεπληρώσουμε, θα πρέπει κατά κάποιον τρόπο να πληρώσουμε για την καταναλωτική ψευδο-γιορτή, συνεχίζοντας να τη θρέφουμε μέσα στη μιζέρια.

Αυτή η πολιτική ανόητης λιτότητας μπορεί μόνο να προξενήσει έναν νέο αποπληθωριστικό κύκλο, ο οποίος θα επισπεύσει την κρίση, την οποία η καθαρά υποθετική ανάκαμψη δεν θα εμποδίσει· και τα αφημαγμένα Κράτη δεν θα μπορέσουν αυτή τη φορά να διασώσουν τις τράπεζες με εκατομμύρια και δισεκατομμύρια δολάρια.

Η πολιτική αυτή δεν είναι μόνο ανήθικη αλλά και παράλογη. Μας οδηγεί στην αποτυχία του ευρώ, αν όχι της Ευρώπης, και στην κοινωνική καταστροφή.

Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο, αν όσοι αντιτίθενται στην ανάπτυξη βρίσκονταν να διαχειρίζονται, για παράδειγμα, τις υποθέσεις της Ελλάδας, ποια θα ήταν η πολιτική τους; Η απλή καταγγελία του χρέους, δηλαδή η χρεοκοπία του Κράτους θα ήταν ένα πολύ δυνατό φάρμακο, που θα επέλυε το πρόβλημα διαγράφοντάς το. Ωστόσο, η ριζική αυτή λύση, που δεν πρέπει να την αποκλείσουμε και που θα είχε τη στήριξη των «αποαναπτυξιακών», θα διακινδύνευε να ρίξει τη χώρα στο χάος. Το πρόβλημα είναι ότι, στην πράξη, η κρίση υπερχρέωσης των Κρατών δεν είναι παρά ένα μέρος του προβλήματος. Είναι μάλιστα ευκολότερο να βρεθεί μια θεωρητική απάντηση στο ερώτημα του χρέους των Κρατών μόνο -το οποίο, ακόμη και για τα πιο υπερχρεωμένα, είναι της τάξης του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος- ενώ δυσκολότερο είναι να βρεθεί λύση για τον παγκόσμιο πληθωρισμό πιστώσεων που γεννήθηκαν από τη χρηματιστική κερδοσκοπία. Πόρρω απέχουμε από την απομάκρυνση ενός συστημικού κινδύνου.

Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος, η ακύρωσή του θα διακινδύνευε να πλήξει όχι μόνο τις τράπεζες και τους κερδοσκόπους αλλά επίσης, άμεσα ή έμμεσα, τους μικρούς αποταμιευτές που έδειξαν εμπιστοσύνη στο Κράτος τους ή που τους φόρτωσε εν αγνοία τους η τράπεζά τους με μεικτά επενδυτικά πακέτα που περιλαμβάνουν τίτλους αμφίβολης ποιότητας. Μια μετατροπή του χρέους μετά από διαπραγμάτευση (το ισοδύναμο μιας μερικής χρεωκοπίας), σαν κι αυτή που έγινε στην Αργεντινή μετά την κατάρρευση του πέσο, ή μετά από μια προσφυγή, όπως προτείνει ο Ερίκ Τουσέν, και μια λίγκα ΜΚΟ για τον καθορισμό του ύψους του επαχθούς χρέους, είναι σίγουρα προτιμότερη. Θα μπορούσε ακόμη και να προβλεφθεί η διατήρηση του τίτλου για τους κατόχους μικρών χαρτοφυλακίων και μια υποτίμηση από 40 ως 60 % για τους υπόλοιπους ή ακόμη να γίνει χρήση ενός «κουρέματος» [3]. Για να αποκαθαρθεί το υπόλοιπο του χρέους, δεν θα ήταν κακή μια αύξηση των φορολογικών εσόδων με μια έκτακτη φορολόγηση των χρηματιστηριακών κερδών, όπως γίνεται στην Ουγγαρία, και με την εφαρμογή της προοδευτικής φορολόγησης, που να συνοδεύεται εξαρχής, στη γαλλική περίπτωση, από την πραγματική εγκατάλειψη της φοροασυλίας. Σε μια κοινωνία ανάπτυξης χωρίς ανάπτυξη, που αντιστοιχεί στη σημερινή κατάσταση, το Κράτος είναι καταδικασμένο να επιβάλει στους πολίτες την κόλαση της λιτότητας, ξεκινώντας από την καταστροφή των δημόσιων υπηρεσιών και την ιδιωτικοποίηση του οτιδήποτε μπορεί ακόμη να πωληθεί από τα κοσμήματα της οικογενείας. Με τον τρόπο αυτόν, διατρέχουμε τον κίνδυνο να προκαλέσουμε αποπληθωρισμό και να μπούμε σε ένα καθοδικό υφεσιακό σπιράλ. Ακριβώς για να διαφύγουμε τον κίνδυνο αυτόν, θα πρέπει να επιχειρήσουμε την έξοδο από την κοινωνία της ανάπτυξης και να δημιουργήσουμε μια κοινωνία αποανάπτυξης.

 

II Ούτε ανάκαμψη: να βγούμε από τη θρησκεία της ανάπτυξης


Απέναντι σε αυτή την πραγματική απειλή, καλές φωνές, όπως ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, συνιστούν τις παλιές κεϋνσιανές συνταγές της ανάκαμψης της κατανάλωσης και των επενδύσεων, με σκοπό την επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Η θεραπεία αυτή δεν είναι επιθυμητή. Δεν είναι επιθυμητή διότι δεν μπορεί πια να την υποστηρίξει ο πλανήτης, δεν είναι δυνατή ίσως, γιατί, εξαιτίας της εξάντλησης των φυσικών πόρων (με την ευρεία έννοια), ήδη από τη δεκαετία του ‘70, το κόστος της ανάπτυξης (όταν συμβαίνει) είναι μεγαλύτερο από τα κέρδη. Τα υποτιθέμενα κέρδη υποθετικής παραγωγικότητας είναι μηδενικά ή περίπου μηδενικά. Για να παραταθεί έστω και για μερικά μόνο χρόνια η ψευδαίσθηση της ανάπτυξης, θα έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν και να εμπορευματοποιηθούν και τα τελευταία υπόλοιπα κοινωνικής ζωής και να αυξηθεί η αξία ενός σταθερού ή μειούμενου όγκου αξιών χρήσης.

Σε κάθε περίπτωση, το σοσιαλδημοκρατικό αυτό πρόγραμμα που αποτελεί τον κορμό του λόγου των κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν είναι αξιόπιστο, καταρχάς γιατί τα κόμματα αυτά δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσουν το σιδερένιο κλουβί του νεοφιλελεύθερου πλαισίου, που και τα ίδια συνεισέφεραν στη δημιουργία του τα τελευταία τριάντα χρόνια, και που προϋποθέτει την απαρέγκλιτη υποταγή στα μονεταριστικά δόγματα. Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι αρκετά εύγλωττο στο σημείο αυτό.
 
Σκοπός είναι να βγούμε από τον μονόδρομο της ανάπτυξης, με άλλα λόγια, να εγκαταλείψουμε τη μανιώδη επιδίωξη της ανάπτυξης. Αυτό βεβαίως δεν είναι (και δεν πρέπει να είναι) αυτοσκοπός. Δεν είναι παρά το μέσο για να αντιμετωπίσουμε την ανεργία. Θα πρέπει να επιδιώξουμε τη δημιουργία μιας κοινωνίας της λιτής αφθονίας ή, για να το πούμε όπως ο Τιμ Τζάκσον, ευημερίας χωρίς ανάπτυξη.

Πράγματι, ο πρώτος στόχος της μετάβασης θα έπρεπε να είναι η επιδίωξη της πλήρους απασχόλησης για να αντιμετωπιστεί η αθλιότητα στην οποία έχει περιπέσει μερίδα του πληθυσμού. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με μια συστηματική μετεγκατάσταση των χρήσιμων δραστηριοτήτων, μια σταδιακή μετατροπή των παρασιτικών ή επικίνδυνων δραστηριοτήτων, όπως η διαφήμιση, η πυρηνική ενέργεια και οι εξοπλισμοί, και μια σημαντική και σχεδιασμένη μείωση του χρόνου εργασίας. Για τα υπόλοιπα, καταφεύγουμε στο νομισματοκοπείο και συνεπώς σε έναν ελεγχόμενο πληθωρισμό ( ας πούμε περίπου 5% τον χρόνο). Αυτή η κεϋνσιανή λύση, που σημαίνει τη χρήση ενός νομίσματος ελαστικού για την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς ωστόσο να επιστρέφει στη λογική της απεριόριστης ανάπτυξης, θα ήταν ευνοϊκή για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν από την εγκατάλειψη της θρησκείας της ανάπτυξης.

Βεβαίως, το ωραίο αυτό πρόγραμμα είναι ευκολότερο να διατυπωθεί παρά να πραγματοποιηθεί. Στην περίπτωση της Ελλάδας, προϋποθέτει τουλάχιστον την έξοδο από το ευρώ και την επιστροφή στη δραχμή, πιθανότατα μη μετατρέψιμη σε άλλο νόμισμα, με όλα όσα σημαίνει αυτό: έλεγχο των συναλλαγών και επαναφορά των δασμών. Ο αναγκαίος προστατευτισμός αυτής της στρατηγικής τρομοκρατεί τις Βρυξέλες και τον Π.Ο.Ε. Θα έπρεπε συνεπώς να περιμένουμε αντίποινα και εξωτερικές προσπάθειες αποσταθεροποίησης, που να συνοδεύονται από το σαμποτάζ των συμφερόντων που παραμένουν στο εσωτερικό. Το πρόγραμμα αυτό φαίνεται συνεπώς σήμερα ουτοπικό, αλλά όταν βρεθούμε στο βάθος του μαρασμού και της πραγματικής κρίσης που ελλοχεύει, τότε θα φανεί επιθυμητό και ρεαλιστικό.

 

Συμπέρασμα



Στην αρχαία ελληνική τραγωδία, η καταστροφή γράφεται στην τελευταία στροφή. Και φτάσαμε. Ένας λαός ψηφίζει μαζικά ένα σοσιαλιστικό κόμμα, που το πρόγραμμά του ήταν κλασσικά σοσιαλδημοκρατικό, και, κάτω από την πίεση των αγορών, βλέπει να του επιβάλλεται μια νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας από το ίδιο αυτό κόμμα, που πειθαρχεί στις συντονισμένες προσταγές των Βρυξελών και του Δ.Ν.Τ. Η Ισλανδία κατάφερε να αρνηθεί δημοκρατικά αυτή την εντολή αλλά την Ελλάδα την εμποδίζει το ευρώ. Είναι ξεκάθαρο ότι ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, δεν θα αποδεχόταν εύκολα τις συνέπειες των ρήξεων που είναι αναγκαίες για μια διαφορετική πολιτική (έξοδος από το ευρώ, μερική έστω καταγγελία του δημοσίου χρέους, περιθωριοποίηση από την Ευρώπη και  εμπάργκο των «κακομαθημένων» χωρών, φυγή κεφαλαίων κλπ). Αλλά, το «αίμα και τα δάκρυα» για να θυμηθούμε τη γνωστή διατύπωση του Τσώρτσιλ, είναι ήδη εδώ, απλώς, χωρίς την ελπίδα νίκης. Η μόνη διέξοδος, και το επιθυμούμε διακαώς, θα ήταν η έξοδος της Ευρώπης από τη δικτατορία των αγορών και η οικοδόμηση της Ευρώπης της αλληλεγγύης, της συνύπαρξης, του τσιμέντου εκείνου του κοινωνικού δεσμού, που ο Αριστοτέλης αποκαλούσε φιλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου