Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Η εκπομπή της 24ης Οκτώβρη 2014



H εκπομπή 24/10/2014 - Ο Σωτήρης συνομιλεί με τον Σερζ Λατούς στην εκδήλωση στην Νομική που διοργανώθηκε από τις ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ και την Η Εφημερίδα των Συντακτών - Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη, που δόθηκε στη Ζωή Γεωργούλη, σε γραπτή μορφή αυτή την Κυριακή στην Η εποχή

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Αριστερά: Ώριμη «Κοκκινοσκουφίτσα» ή Σίσυφος Λυόμενος;


Του Σωτήρη Σιαμανδούρα.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Βαβυλωνία τεύχος 15, γραμμένο στις 21/8.



Καθώς οι παραινέσεις και οι τακτικές που στοχεύουν στην «ωρίμανση» του ΣΥΡΙΖΑ ευοδώνονται, ας σταθούμε λίγο να αναρωτηθούμε τι σημαίνει αυτή η λεξούλα, γιατί ο λόγος που αναπαράγεται μαζικά διαμορφώνει συνειδήσεις και πραγματικότητες που υπερβαίνουν τα συγκυριακά επίδικα μιας εσωκομματικής πολιτικής μάχης, με αποτέλεσμα να εισπράττουμε τον απόηχό του στα πιο απίθανα μέρη. Εκεί που εμείς, ανέμελα μικρά παιδιά, παίζουμε πεσσούς στην αυλή της εκκλησίας, φτάνει η υψωμένη φωνή του ιερέα –θόρυβος πια, που διώχνει τα πουλιά και κάνει τα κορίτσια να τεντώνουν με συστολή τις φούστες- και μας αποσπά την προσοχή από την επόμενη κίνηση στο αιώνιο παίγνιο, με κίνδυνο να χάσει ο χρόνος το παιδί και το παιδί τη μάνα…
Στα θεμέλια του πολιτικού μας πολιτισμού βρίσκεται η ρωμαϊκή αντίληψη του πολιτικού, που βεβαίως αποτυπώνεται και στο ρωμαϊκό δίκαιο. Αρκετά φυσιολογικά συνεπώς, στο ρωμαϊκό δίκαιο μπορούμε να αλιεύσουμε και έναν ορισμό της ωριμότητας σε συνάρτηση με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες: Patres familiarum sunt, qui sunt suae potestatis sive puberes sive impuberes (Dig. 1.6.4, Ulpianus 1 inst.). Δηλαδή, πατέρες οικογενειών είναι εκείνοι που είναι κύριοι του εαυτού τους, είτε έχουν ενηλικιωθεί είτε όχι. Συνεπώς, κύριος του εαυτού σου, δηλαδή ελεύθερος, είσαι ανεξαρτήτως ωριμότητας. Και το απόσπασμα συνεχίζει: simili modo matres familiarum; filii familiarum et filiae, quae sunt in aliena potestate. Δηλαδή, κατά τον ίδιο τρόπο, μητέρες οικογενειών, γιοι οικογενειών και κόρες είναι όσοι βρίσκονται υπό την κυριαρχία άλλων. Άρα, όχι μόνον η ωριμότητα δεν ορίζει την κυριαρχία αλλά είναι η κυριαρχία αυτή που ορίζει την ωριμότητα. Δηλαδή, όχι μόνον μπορείς να ασκείς κυριαρχία χωρίς να είσαι ώριμος αλλά μπορεί να είσαι ώριμος και παράλληλα να παραμένεις παιδί. Γιατί, κάθε παιδί που γεννιέται από εμένα και τη γυναίκα μου βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο μου, όπως και κάθε παιδί που γεννιέται από τον γιο μου και τη γυναίκα του, δηλαδή ο εγγονός κι η εγγονή μου, αλλά κι ο δισέγγονος κι η δισέγγονη, και τα λοιπά για όλους τους απογόνους. Δηλαδή, παραμένεις παιδί μου και άρα υπό την κυριαρχία μου ανεξαρτήτως ηλικίας, γιατί η κυριαρχία είναι μια σχέση που ορίζεται, διαχέεται, επιβάλλεται, χαρίζεται από το σπέρμα (μου ανήκει ο γιος του γιου μου και όχι της κόρης μου), η κυριαρχία ορίζεται από τη γενεαλογία. Και, καθώς η κυριαρχία ορίζει την ωριμότητα, η ωριμότητα ορίζεται κι αυτή από τη γενεαλογία, μια γενεαλογία του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος, για όλους τους απογόνους. Αυτή η αρχετυπική γκροτέσκα εικόνα, του ανώριμου πατέρα και του ώριμου παιδιού, του δεκατριάχρονου πάτερ φαμίλια και του εξηντάχρονου γιου του πατέρα του, στοιχειώνει και θα στοιχειώνει κάθε λόγο που επιχειρεί να συνδέσει την ωριμότητα με την κυριαρχία και την ελευθερία, κάθε λόγο που παραμένει δέσμιος του γενεαλογικού δένδρου.
Αλλά  η φωνή του ιερέα που λέγαμε δεν κάνει λόγο μόνο για ωρίμανση, κάνει λόγο για βίαιη ωρίμανση, κάτι που περιπλέκει τα πράγματα ακόμη περισσότερο. Διότι, ο μόνος τρόπος να ωριμάσουμε βιαίως είναι να πάρουμε τη θέση του πάτερ φαμίλια, δηλαδή, βίαιη ωρίμανση σημαίνει πατροκτονία. Πράγματι. η πατροκτονία και το αντεστραμμένο της είδωλο, ο Κρόνος που σκοτώνει τον πατέρα του Ουρανό (μ’ ένα δρεπάνι κόβοντάς του τους όρχεις, που παράγουν το σπέρμα που αναφέραμε) και ο Κρόνος που τρώει τα παιδιά του, είναι στη βάση του –δυτικού τουλάχιστον- μύθου της εξουσίας. Άρα, θα πρέπει κανείς να προσέχει τι εύχεται, όταν μας παραινεί να ωριμάσουμε βιαίως, διότι κινδυνεύει –όπως ο Ουρανός- άθελά του να φέρει στη ζωή Ερινύες, Γίγαντες και την Αφροδίτη, θεά του έρωτα κι αστέρι του θρήνου. Ωριμότητα δεν σημαίνει «σοβαρότητα», ξύρισμα, κούρεμα, στρατό και δουλειά. Ωριμότητα, στους μύθους που ακόμη τρέφουν το ασύνειδό μας, σημαίνει εξέγερση, πατροκτονία, τύψεις και γέννηση γιγάντων, έρωτα και θρήνο, μια λιόντισσα που λάμπει τις νύχτες βρυχώμενη στον ουρανό -γιατί αυτή είναι η αρχαϊκή αναπαράσταση της Αφροδίτης. Τέτοιο πράγμα είναι λοιπόν η ωριμότητα.
Τούτων των ωρίμων λεχθέντων, κάποια στιγμή θα πρέπει επιτέλους να σπάσουμε τους μύθους της κυριαρχίας, διότι ο νέος πάτερ φαμίλιας παραμένει πάτερ φαμίλιας, όπως ο Κρόνος που, μετά την εξέγερση, τρώει τα παιδιά του με τον ίδιο τρόπο που ο πατέρας του Ουρανός τα έχωνε στα Τάρταρα. Στην Αριστερά δεν μπορεί πια να παλεύουμε για να αλλάξουμε τα Τάρταρα με την κοιλιά του Κρόνου –αυτή την αριστερά την είδαμε ήδη σε όλες τις εκδοχές της-, δεν παλεύουμε να βρεθούμε εμείς στην κορυφή του γενεαλογικού δένδρου, διότι δένδρο δεν υπάρχει, διότι αυτή η αναπαράσταση της εξουσίας ανήκει στο παρελθόν και είναι αναντίστοιχη με την πραγματικότητα. Και θα έπρεπε καθένας να το σκεφτεί διπλά πριν φέρει στην Αριστερά του 21ου αιώνα τα υλικά της εποχής του ρωμαϊκού δικαίου. Αυτά ίσως να ήταν καλά για τους αυστηρούς, γοτθικούς, ναούς της Αριστεράς του προηγούμενου αιώνα, που ωστόσο κατέρρευσαν με πάταγο στις κεφαλές των πιστών, δικαίων και αδίκων. Αυτά τα τρομακτικά γερμανικά παραμύθια, από τη Σταχτομπούτα μέχρι την Κοκκινοσκουφίτσα, ήταν, όπως γνωρίζουμε καλά, εργαλεία πειθάρχησης, και γι’ αυτό κανείς δεν τα λέει πια στα παιδιά του –τουλάχιστον όχι στην αυθεντική μορφή τους. Τολμώ λοιπόν να πω ότι χρειαζόμαστε μιαν άλλη αρχιτεκτονική και άλλου τύπου αφηγήσεις, νέα παραμύθια με λιγότερο αίμα και τρόμο, με περισσότερη φαντασία και ελευθερία –ο υποδιοικητής Μάρκος έχει γράψει μερικά, ο Ροντάρι κι ο Χικμέτ το ίδιο. Ας είναι ξέφωτα οι ιεροί μας τόποι κι η Αριστερά ένα «ερωτευμένο σύννεφο» -αν είναι παραμύθι- κι όχι μια ώριμη «κοκκινοσκουφίτσα». Δηλαδή, να τολμήσουμε το ρίσκο να σκεφτούμε ότι η ηγεμονία στην εποχή μας δεν είναι ναός και δεν χτίζεται, δεν είναι πεδίο μάχης και δεν καταχτιέται, αλλά είναι κάτι ζωντανό και γίγνεται. Γίγνεται αγωνιστικά και ριζοματικά (rhizôme, δεν είναι ορθογραφικό), ανοίγοντας γραμμές φυγής, που δεν κοιτάνε να «ωριμάσουν» τη δική μας μικρή γωνία και τους άλλους, που δεν επιδιώκουν να επιβάλλουν μια κυριαρχία αλλά να στήσουν ένα νοηματικό δίκτυο, μια κοινή γλώσσα παλλόμενη από ετερογενή πάθη, μια πληθυντική ηθική και πολιτική κουλτούρα, έναν πολιτισμό όχι του ίδιου αλλά του διαφορετικού, όχι του πράγματος αλλά της ανοιχτής διαδικασίας. Το ερώτημα είναι, Μπορούμε (podemos, ούτε κι αυτό είναι ορθογραφικό);
Δεν ξέρω, η εικόνα της ώριμης Κοκκινοσκουφίτσας (η «Κοκκινοσκουφίτσα» εντάξει, αλλά ώριμη;;;) είναι αλήθεια πως έχει ξεπεράσει τελευταία τα όρια του γκροτέσκου, ανακαλύπτοντας ζαπατίστας μοναχούς, τσαλαβουτώντας σε θολά Ποτάμια και συνομιλώντας «χωρίς προαπαιτούμενα» με υπεύθυνους θείους που τάζουν καραμέλες. Αλλά και πότε δεν ήταν η –μ’ αυτή την έννοια- εξουσία γκροτέσκα; Για τον Φουκώ, είπαμε, το γκροτέσκο είναι συστατικό στοιχέιο της εξουσίας, από εκεί αντλεί τη δύναμή της, οπότε ας μην αμφισβητούμε την ευφυΐα της καθοδήγησης, μπορεί και να πρόκειται για λελογισμένες κινήσεις. Από την άλλη, να μην υποτιμούμε και τη δική μας δύναμη, να μη φοβηθούμε το χέρι μας. Το δικαίωμα το έχουμε κατακτήσει με πολύ ιδρώτα, είναι το απόσταγμα μιας μακράς πορείας, δεν είναι προϊόν εργαστηρίου και αντικατοπτρισμός στην άνυδρη Μάντσα, ούτε μιμητισμός. Δεν τίθεται ζήτημα να «διδαχθούμε» από το podemos, δεν είναι λίγα αυτά που έχουμε κι εμείς να πούμε και είναι φρόνιμο να διατηρούμε επιφυλάξεις. Αλλά είναι το παράδειγμα ενός νέου δρόμου, κι αυτό που θέλω να πω είναι ότι έχουμε τις προϋποθέσεις κι εμείς να ξεπεράσουμε επιτέλους τον καβγά του Μπακούνιν με τον Μαρξ και να επιχειρήσουμε να ανοίξουμε έναν δρόμο πραγματικά νέο.
Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, το παγκόσμιο κοινωνικό κίνημα είχε για πρώτη φορά την ευκαιρία να λειτουργήσει ακηδεμόνευτα. Το ίδιο και στη χώρα μας. Από τη δεκαετία του ’90, το ελληνικό κοινωνικό κίνημα, με τη βαριά παράδοση του Εμφυλίου και της Επταετίας, δομείται κι αυτό, μετά την πτώση του «υπαρκτού», για πρώτη φορά αποκεντρωμένα, οριζόντια, πλουραλιστικά, έξω από τις παραδοσιακές δομές των κομμάτων της Αριστεράς. Στα πανεπιστήμια κυριαρχούν τα αυτόνομα αριστερά σχήματα μέσα και έξω από τα ΕΑΑΚ, το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης βρίσκει και εδώ τα πατήματά του με τις ευρωπορείες και τα φόρουμ, αμφισβητείται η κυριαρχία της «πατριωτικής» αριστεράς, παίρνουν τη θέση που τους αξίζει ο Στάλιν και ο Ζαχαριάδης, αναπτύσσεται το αντιρατσιστικό κίνημα και περιθωριοποιείται ο σεξισμός. Ταυτόχρονα με τη συγκρότηση της νέας αυτής αριστερής ταυτότητας –διεθνιστικής, αντιρατσιστικής, αντισεξιστικής, οικολογικής, αντιγραφειοκρατικής- οργανώνεται για πρώτη φορά σε τέτοιο επίπεδο ο ελευθεριακός χώρος –χαρακτηριστικά, με το εγχείρημα της ΑΚ- και πολλαπλασιάζονται οι ελευθεριακές εστίες, τα στέκια, οι συνελεύσεις, οι εφημερίδες, τα περιοδικά, οι εκδόσεις, τα βιβλιοπωλεία. Εμφανίζονται και τα πρώτα σωματεία βάσης.
Αυτή είναι η Αριστερά που έδωσε τις μεγάλες μάχες αυτά τα χρόνια της έντασης της επίθεσης του κεφαλαίου, με αυτά τα χαρακτηριστικά, με αυτές τις δομές. Δεν τις έδωσε η «αριστερά» της Δαμανάκη, του Κύρκου και του Κωνσταντόπουλου. Αυτή, η δική μας, ήταν η Αριστερά που δημιούργησε τις συνθήκες για μια ιδεολογική ηγεμονία με σύγχρονους όρους, οριζόντια και από τα κάτω, με δίκτυα αντί για πυραμίδες, με «ριζόματα» αντί για «δέντρα», που δημιούργησε νέα νοήματα κι ελπίδες. Αυτή ήταν η Αριστερά του «Δεκέμβρη» και των «Αγανακτισμένων», αυτή είναι η αριστερά της ΒΙΟΜΕ, του κινήματος της αλληλεγγύης που απλώθηκε παντού, του πρωτοφανούς πειράματος της ΕΡΤ. Είναι η Αριστερά που σκέφτεται και με τον Γκράμσι αλλά όχι με τον Μπερλινγκουέρ, διαβάζει Καστοριάδη περισσότερο από Πουλαντζά, Χρόνη Μίσσιο και πάλι Χρόνη Μίσσιο. Και μπορεί να σας ξενίσει αυτό που θα πω, αλλά δεν τα πήγαμε καθόλου άσχημα. Μας χαιρέτισε ο ίδιος ο υποδιοικητής Μάρκος, μιλήσαμε την ίδια γλώσσα με την Ισπανία και την Ταξίμ, και στον μαύρο ουρανό της Ευρώπης, για τον εξωτερικό παρατηρητή, φαίνεται σαν να τρεμοφέγγει, στην κάτω γωνία δεξιά, ένα μικρό κόκκινο αστέρι. Δεν βλέπω λοιπόν γιατί να κάνουμε πίσω τώρα, από όλες τις στιγμές.
Θέλω να πω ότι έχουμε κάποιον καιρό που σπρώχνουμε έναν βράχο, που δεν είναι δικός μας, και πάνω του κάθεται η ώριμη Κοκκινοσκουφίτσα και δίνει «κατευθύνσεις». Κι όλο κάνουμε υπομονή γιατί φτάνουμε –νομίζουμε- στην κορυφή του λόφου. Ας κατεβεί λοιπόν επιτέλους η Κοκκινοσκουφίτσα να σπρώξει, εμείς συνεχίζουμε καλύτερα χωρίς τον βράχο. Να μη φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο με τον βράχο του, να φανταστούμε τον Σίσυφο λυόμενο, λευτερωμένο κι από τον βράχο κι από την Κοκκινοσκουφίτσα κι από όλες τις προκαταλήψεις και τα αραχνιασμένα σχήματα. Να τον φανταστούμε να σιγοσφυρίζει στην κορυφή του λόφου με τα χέρια στις τσέπες. Και πρέπει να βρούμε το θάρρος να το κάνουμε τώρα. Αν αφήσουμε τον Σίσυφο να σπρώξει λίγο ακόμα, θα έρθει σύντομα η στιγμή που θα πρέπει να επιστρέψει και να ιδρώνει πάλι στη βάση του λόφου.
Θα αφήσω όμως τους μύθους και τα παραμύθια για να μην κουράσω. Επειδή, ως γνωστόν, οι νόμοι της φυσικής δεν ισχύουν για τους πλούσιους –και τους γραφειοκράτες θα προσθέσω-, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να βάλει σε πολλά εισαγωγικά και το «Αριστερά» και το «Εξουσία», ενάντια σε κάθε λογική και νόμο, παραβίασε κι αυτές τις αποφάσεις του συνεδρίου, παραβίασε τις θέσεις που πήγαν τον ΣΥΡΙΖΑ από το 4% στο 27%, παραβίασε τις θέσεις που ψήφισε και υποστηρίζει η πλειοψηφία των μελών του κόμματος αλλά και ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτό το ονόμασε «ωρίμανση». Αυτό συνέβη γιατί το περιεχόμενο βρίσκεται σε στενή σχέση με τη δομή και τη λειτουργία και το κόμμα αυτό είναι πλέον αρχηγικό και πυραμιδοειδές. Αυτό δημιουργεί σημαντικούς κοινωνικούς κινδύνους αλλά και ένα πολύ σημαντικό κενό πολιτικής έκφρασης για τη δική μας Αριστερά. Και έχουμε όλες τις προϋποθέσεις να το καλύψουμε. Να φτιάξουμε επιτέλους μια Αριστερά χωρίς ηγεσία και γραφειοκρατία, με ουσιαστική συμμετοχή των μελών, με ανακλητότητα και κυκλική εναλλαγή, με δομή αποκεντρωμένη, οριζόντια και αμεσοδημοκρατική. Είναι μια καλή στιγμή, τώρα που για άλλη μια φορά έπαιξε η ηγεσία τον ρόλο κάθε μη ελεγχόμενης και ανακλητής ηγεσίας και προδίδει τόσον κόσμο και τόση προσπάθεια.

Αν αυτό δεν γίνει στον ΣΥΡΙΖΑ (όπου μια τελευταία μάχη μένει ίσως να δοθεί), θα γίνει από έξω. Όποιος έχει ζήσει το ελληνικό κίνημα των τελευταίων δύο δεκαετιών,  το ζωντανό αυτό ρεύμα που συχνά νιώθουμε να μας σπρώχνει ακαταμάχητα ή να μας καθηλώνει παρά την επιθυμία μας, το ρεύμα αυτό στο οποίο συνειδητά συμμετέχουμε αλλά μας υπερβαίνει, ψυχανεμίζεται ότι είναι περίπου αδύνατον να σταματήσει τώρα. Από αυτή την άποψη, ναι, ωριμάσαμε.

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Η διπλή απάτη της αναλιτότητας (« rilance »)



 

http://www.journaldumauss.net/?La-double-imposture-de-la-rilance

Του Σερζ Λατούς, μτφρ. Σιαμανδούρας Σωτήρης.

Απέναντι στην ολοένα και πιο δραματική, οικονομική, δημοσιονομική και συνεπώς κοινωνική κρίση που αναμένεται στην Ευρώπη –εκεί που δεν έχει ξεσπάσει ήδη-, αξίζει τον κόπο να σταθούμε στις πιθανές λύσεις που ανέφερε πριν από τρεις μήνες, μπροστά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τον Αύγουστο του 2011, ο φίλος μας ο Σερζ Λατούς, ο «πάπας της αποανάπτυξης». Αλαίν Καγιέ.

 

Εισαγωγή

 

Τι είναι η αναλιτότητα (« rilance »); Κατά βάση είναι αυτό που προτάθηκε στη σύνοδο (G8/G20) του Τορόντο, ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει ταυτόχρονα και την ανάκαμψη και τη λιτότητα. Η Πρωθυπουργός της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ υπερασπιζόταν μια πολιτική λιτότητας και δημοσιονομικής αυστηρότητας. Ο Πρόεδρος της Αμερικής Μπαράκ Ομπάμα, που φοβόταν ότι η χλιαρή ανάκαμψη της παγκόσμιας και αμερικάνικης οικονομίας θα απειληθεί  από μια αποπληθωριστική πολιτική, υποστήριζε μια λελογισμένη ανάκαμψη. Η τελική συμφωνία έγινε με μιαν ανάπηρη σύνθεση: ελεγχόμενη ανάκαμψη ("relance") σε πλαίσιο λιτότητας ("rigueur") και δημοσιονομικής πειθαρχίας μετριασμένης από την ανάκαμψη. Η δική μας Υπουργός Οικονομικών, που δεν ήταν ακόμη Πρόεδρος του ΔΝΤ, η Κριστίν Λαγκάρντ, πήρε τότε το ρίσκο να χρησιμοποιήσει τον νεολογισμό «αναλιτότητα» (σύνθεση της ανάκαμψης και της λιτότητας)! Με τον τρόπο αυτόν, ακολούθησε τα βήματα του συμβούλου του Σαρκοζί, του Αλέν Μινκ, που όταν ρωτήθηκε τι θα πρέπει να γίνει στο πλαίσιο αυτής της επικίνδυνης κατάστασης που έχει δημιουργηθεί, με την αποσταθεροποίηση των Κρατών από τις αγορές που τα ίδια αυτά κράτη μόλις διέσωσαν από την πανωλεθρία, χρησιμοποίησε την εξής καταπληκτική διατύπωση: Θα πρέπει να πατήσουμε ταυτόχρονα το φρένο και το γκάζι.
Ωστόσο, η καταγγελία της τριπλής απάτης του προγράμματος αυτού ενέχει τρεις δυσκολίες για εμένα:
- Πρώτον, να μιλήσω στο μέρος αυτό, στην αίθουσα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλες –έναν ναό της θρησκείας της ανάπτυξης- με αφετηρία την εικονοκλαστική θέση της αποανάπτυξης και, επιπλέον, για ένα θέμα στο οποίο δεν είμαι ειδικός: την Ελλάδα και την κρίση δημοσίου χρέους.

- Δεύτερον, να μιλήσω στο μέρος αυτό –ναό της πολιτικής- από τη θέση του «ειδικού», συνεπώς, για να θυμηθούμε τη διάκριση και την ανάλυση του Βέμπερ, με βάση την ηθική της πεποίθησης και όχι την ηθική της ευθύνης.

- Και τέλος, να υποστηρίξω μια οπτική παράδοξη: ούτε λιτότητα ούτε και ανάκαμψη.

- Η αποκήρυξη της λιτότητας ή της δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι μια θέση για την οποία μπορώ τουλάχιστον να βρω συμμάχους (έστω και πολύ μειοψηφικούς) τόσο μεταξύ των οικονομολόγων, για παράδειγμα στο πρόσωπο του Φρεντερίκ Λορντόν, όσο και μεταξύ των πολιτικών, για παράδειγμα στο πρόσωπο του Ζαν Λουκ Μελανσόν, με το πρόγραμμα που έχει τώρα.

- Η αποκήρυξη της επιστροφής στην παραγωγικίστικη ανάπτυξη και η έξοδος από τη θρησκεία της ανάπτυξης είναι μια θέση που τη δέχονται κάποιοι οικολόγοι μακροπρόθεσμα αλλά την ξεχνούν εντελώς επί του παρόντος.
Ωστόσο, αυτή είναι η τριπλή πρόκληση στην οποία θα επιχειρήσω να απαντήσω υπερασπιζόμενος τη διπλή άρνηση και της λιτότητας και της ανάκαμψης.

 

I – Ούτε πειθαρχία: να αρνηθούμε τη λιτότητα


Η ελληνική κρίση εγγράφεται στο ευρύτερο πλαίσιο της κρίσης του Ευρώ και της κρίσης της Ευρώπης. Και βεβαίως σε μια κρίση πολιτισμική της κοινωνίας της κατανάλωσης, δηλαδή σε μια κρίση όπου συναντιόνται μια κρίση δημοσιονομική, μια κρίση οικονομική, μια κρίση κοινωνική, μια κρίση πολιτιστική και μια κρίση οικολογική. Έχω τη βαθιά πεποίθηση ότι επιλύοντας την κρίση της Ευρώπης και του Ευρώ, αν όχι την κρίση του καταναλωτικού πολιτισμού, θα επιλύαμε και την ελληνική κρίση. Συντηρώντας όμως την Ελλάδα στον σωλήνα με δάνεια, υπό την προϋπόθεση όλο και πιο άγριων περικοπών, δεν θα σώσουμε ούτε την Ελλάδα, ούτε την Ευρώπη και θα βυθίσουμε τους λαούς στην απελπισία.

Η απόρριψη της λιτότητας προϋποθέτει καταρχάς να ξεπεράσουμε δύο ταμπού που βρίσκονται στη βάση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος: τον πληθωρισμό και τον προστατευτισμό.

Το σχέδιο της αποανάπτυξης, δηλαδή η δημιουργία μιας κοινωνίας της λιτής αφθονίας ή της ευημερίας χωρίς ανάπτυξη, προϋποθέτει να ξαναδούμε δύο φαινόμενα που αποτέλεσαν το αντικείμενο συστηματικών πολιτικών κατά το παρελθόν: τον προστατευτισμό και τον πληθωρισμό. Οι συστηματικές δασμολογικές πολιτικές κατασκευής και ανακατασκευής της παραγωγικής μηχανής, υπεράσπισης εθνικών παραγωγικών δραστηριοτήτων και κοινωνικής προστασίας, όπως και οι πολιτικές χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού με μια λελογισμένη προσφυγή στο τύπωμα χρήματος, η οποία φέρνει αυτήν την « gentle rise of price level » (μέτριο πληθωρισμό) που συνιστά ο Κέυνς, συνόδευσαν τη μοναδική ανάπτυξη των δυτικών οικονομιών μεταπολεμικά, την περίοδο που στη Γαλλία αποκαλούμε «τριάντα ένδοξα χρόνια» -για να πούμε την αλήθεια, τη μοναδική περίοδο στη σύγχρονη ιστορία κατά την οποία οι εργαζόμενες τάξεις απόλαυσαν μια σχετική ευδαιμονία. Τα δύο αυτά εργαλεία προγράφηκαν από τη νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση και οι πολιτικοί που ήθελαν να τα υποστηρίξουν αναθεματίζονται σήμερα, παρά το γεγονός ότι τα χρησιμοποιούν όλες οι κυβερνήσεις που το μπορούν, κατά τρόπο λιγότερο ή περισσότερο δόλιο και υπόγειο.

Όπως όλα τα εργαλεία, ο προστατευτισμός και ο πληθωρισμός μπορεί να έχουν αρνητικές και παραμορφωτικές συνέπειες –και είναι κυρίως αυτές που παρατηρούνται εκεί που γίνεται σήμερα χρήση τους κατά τρόπο ανέντιμο. Είναι όμως είναι αναγκαίο να τα χρησιμοποιήσουμε έξυπνα, για να επιλύσουμε κατά τρόπο κοινωνικά ικανοποιητικό τα προβλήματα του παρόντος. Να αποφύγουμε την καταστροφή μια αποπληθωριστικής λιτότητας αλλά και τη βέβαιη καταστροφή μιας παραγωγικίστικης ανάκαμψης

Όμως, για να γίνει αυτό σήμερα, θα πρέπει μάλλον να βγούμε από το Ευρώ, αν δεν μπορούμε να το διορθώσουμε. Θα πρέπει να ανακτήσουμε τον έλεγχο επί του χρήματος, που πρέπει να ξαναβρεί τη θέση του: να υπηρετεί και όχι να υποδουλώνει. Το χρήμα μπορεί να είναι καλός υπηρέτης αλλά είναι πάντοτε κακός κύριος.

Να σημειώσουμε καταρχάς ότι η ανάκαμψη της κυρίας Λανγκάρντ δεν είναι η ανάκαμψη παραγωγικής κατεύθυνσης του κυρίου Στίνγκλιτζ αλλά η ανάκαμψη της οικονομίας καζίνο, της κερδοσκοπίας, κατά κύριο λόγο, στο χρηματιστήριο και στην οικοδομή.
 

Και πράγματι, για τις κυβερνήσεις που έχουμε, το σύνθημα «και ανάκαμψη και λιτότητα» σημαίνει ανάκαμψη για το κεφάλαιο και λιτότητα για τους πληθυσμούς. Στο όνομα της ανάκαμψης των επενδύσεων –που είναι μάλιστα απατηλή- και της ανάκαμψης της εργασίας - -που είναι εντελώς απατηλή-, μειώνουμε ή και εκμηδενίζουμε τις κοινωνικές δαπάνες, τον φόρο επιτηδεύματος, τη φορολόγηση των κερδών των επιχειρήσεων. Εγκαταλείπουμε κάθε φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών και του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, τη στιγμή που η λιτότητα χτυπάει άγρια τους μισθωτούς και τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις, με την πτώση των απολαβών, τη μείωση των κοινωνικών επιδομάτων, την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης (και άρα τη μείωση του συντάξιμου χρόνου και του πραγματικού ύψους της σύνταξης). Για να συμπληρωθεί το παζλ και να προετοιμαστεί η μυθική ανάκαμψη, διαλύουμε όλο και περισσότερο τις δημόσιες υπηρεσίες και ιδιωτικοποιούμε όσο όσο ό,τι δεν έχει ακόμη ιδιωτικοποιηθεί, με μαζικές μειώσεις των θέσεων εργασίας (στην εκπαίδευση, στην υγεία κλπ). Γινόμαστε μάρτυρες ενός παράδοξου και μαζοχιστικού ανταγωνισμού λιτότητας. Η χώρα Α ανακοινώνει μια μείωση 20 % των μισθών, σε λίγο η χώρα Β ανακοινώνει 30 %, ενώ η χώρα Γ, για να μη μείνει πίσω, τρέχει να προσθέσει ακόμη πιο αυστηρά μέτρα. Σπρωγμένοι από την πανταχού παρούσα διαφήμιση να συνεχίσουμε να καταναλώνουμε χωρίς να έχουμε τα μέσα, και να χρεωνόμαστε χωρίς την προοπτική να ξεπληρώσουμε, θα πρέπει κατά κάποιον τρόπο να πληρώσουμε για την καταναλωτική ψευδο-γιορτή, συνεχίζοντας να τη θρέφουμε μέσα στη μιζέρια.

Αυτή η πολιτική ανόητης λιτότητας μπορεί μόνο να προξενήσει έναν νέο αποπληθωριστικό κύκλο, ο οποίος θα επισπεύσει την κρίση, την οποία η καθαρά υποθετική ανάκαμψη δεν θα εμποδίσει· και τα αφημαγμένα Κράτη δεν θα μπορέσουν αυτή τη φορά να διασώσουν τις τράπεζες με εκατομμύρια και δισεκατομμύρια δολάρια.

Η πολιτική αυτή δεν είναι μόνο ανήθικη αλλά και παράλογη. Μας οδηγεί στην αποτυχία του ευρώ, αν όχι της Ευρώπης, και στην κοινωνική καταστροφή.

Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο, αν όσοι αντιτίθενται στην ανάπτυξη βρίσκονταν να διαχειρίζονται, για παράδειγμα, τις υποθέσεις της Ελλάδας, ποια θα ήταν η πολιτική τους; Η απλή καταγγελία του χρέους, δηλαδή η χρεοκοπία του Κράτους θα ήταν ένα πολύ δυνατό φάρμακο, που θα επέλυε το πρόβλημα διαγράφοντάς το. Ωστόσο, η ριζική αυτή λύση, που δεν πρέπει να την αποκλείσουμε και που θα είχε τη στήριξη των «αποαναπτυξιακών», θα διακινδύνευε να ρίξει τη χώρα στο χάος. Το πρόβλημα είναι ότι, στην πράξη, η κρίση υπερχρέωσης των Κρατών δεν είναι παρά ένα μέρος του προβλήματος. Είναι μάλιστα ευκολότερο να βρεθεί μια θεωρητική απάντηση στο ερώτημα του χρέους των Κρατών μόνο -το οποίο, ακόμη και για τα πιο υπερχρεωμένα, είναι της τάξης του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος- ενώ δυσκολότερο είναι να βρεθεί λύση για τον παγκόσμιο πληθωρισμό πιστώσεων που γεννήθηκαν από τη χρηματιστική κερδοσκοπία. Πόρρω απέχουμε από την απομάκρυνση ενός συστημικού κινδύνου.

Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος, η ακύρωσή του θα διακινδύνευε να πλήξει όχι μόνο τις τράπεζες και τους κερδοσκόπους αλλά επίσης, άμεσα ή έμμεσα, τους μικρούς αποταμιευτές που έδειξαν εμπιστοσύνη στο Κράτος τους ή που τους φόρτωσε εν αγνοία τους η τράπεζά τους με μεικτά επενδυτικά πακέτα που περιλαμβάνουν τίτλους αμφίβολης ποιότητας. Μια μετατροπή του χρέους μετά από διαπραγμάτευση (το ισοδύναμο μιας μερικής χρεωκοπίας), σαν κι αυτή που έγινε στην Αργεντινή μετά την κατάρρευση του πέσο, ή μετά από μια προσφυγή, όπως προτείνει ο Ερίκ Τουσέν, και μια λίγκα ΜΚΟ για τον καθορισμό του ύψους του επαχθούς χρέους, είναι σίγουρα προτιμότερη. Θα μπορούσε ακόμη και να προβλεφθεί η διατήρηση του τίτλου για τους κατόχους μικρών χαρτοφυλακίων και μια υποτίμηση από 40 ως 60 % για τους υπόλοιπους ή ακόμη να γίνει χρήση ενός «κουρέματος» [3]. Για να αποκαθαρθεί το υπόλοιπο του χρέους, δεν θα ήταν κακή μια αύξηση των φορολογικών εσόδων με μια έκτακτη φορολόγηση των χρηματιστηριακών κερδών, όπως γίνεται στην Ουγγαρία, και με την εφαρμογή της προοδευτικής φορολόγησης, που να συνοδεύεται εξαρχής, στη γαλλική περίπτωση, από την πραγματική εγκατάλειψη της φοροασυλίας. Σε μια κοινωνία ανάπτυξης χωρίς ανάπτυξη, που αντιστοιχεί στη σημερινή κατάσταση, το Κράτος είναι καταδικασμένο να επιβάλει στους πολίτες την κόλαση της λιτότητας, ξεκινώντας από την καταστροφή των δημόσιων υπηρεσιών και την ιδιωτικοποίηση του οτιδήποτε μπορεί ακόμη να πωληθεί από τα κοσμήματα της οικογενείας. Με τον τρόπο αυτόν, διατρέχουμε τον κίνδυνο να προκαλέσουμε αποπληθωρισμό και να μπούμε σε ένα καθοδικό υφεσιακό σπιράλ. Ακριβώς για να διαφύγουμε τον κίνδυνο αυτόν, θα πρέπει να επιχειρήσουμε την έξοδο από την κοινωνία της ανάπτυξης και να δημιουργήσουμε μια κοινωνία αποανάπτυξης.

 

II Ούτε ανάκαμψη: να βγούμε από τη θρησκεία της ανάπτυξης


Απέναντι σε αυτή την πραγματική απειλή, καλές φωνές, όπως ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, συνιστούν τις παλιές κεϋνσιανές συνταγές της ανάκαμψης της κατανάλωσης και των επενδύσεων, με σκοπό την επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Η θεραπεία αυτή δεν είναι επιθυμητή. Δεν είναι επιθυμητή διότι δεν μπορεί πια να την υποστηρίξει ο πλανήτης, δεν είναι δυνατή ίσως, γιατί, εξαιτίας της εξάντλησης των φυσικών πόρων (με την ευρεία έννοια), ήδη από τη δεκαετία του ‘70, το κόστος της ανάπτυξης (όταν συμβαίνει) είναι μεγαλύτερο από τα κέρδη. Τα υποτιθέμενα κέρδη υποθετικής παραγωγικότητας είναι μηδενικά ή περίπου μηδενικά. Για να παραταθεί έστω και για μερικά μόνο χρόνια η ψευδαίσθηση της ανάπτυξης, θα έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν και να εμπορευματοποιηθούν και τα τελευταία υπόλοιπα κοινωνικής ζωής και να αυξηθεί η αξία ενός σταθερού ή μειούμενου όγκου αξιών χρήσης.

Σε κάθε περίπτωση, το σοσιαλδημοκρατικό αυτό πρόγραμμα που αποτελεί τον κορμό του λόγου των κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν είναι αξιόπιστο, καταρχάς γιατί τα κόμματα αυτά δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσουν το σιδερένιο κλουβί του νεοφιλελεύθερου πλαισίου, που και τα ίδια συνεισέφεραν στη δημιουργία του τα τελευταία τριάντα χρόνια, και που προϋποθέτει την απαρέγκλιτη υποταγή στα μονεταριστικά δόγματα. Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι αρκετά εύγλωττο στο σημείο αυτό.
 
Σκοπός είναι να βγούμε από τον μονόδρομο της ανάπτυξης, με άλλα λόγια, να εγκαταλείψουμε τη μανιώδη επιδίωξη της ανάπτυξης. Αυτό βεβαίως δεν είναι (και δεν πρέπει να είναι) αυτοσκοπός. Δεν είναι παρά το μέσο για να αντιμετωπίσουμε την ανεργία. Θα πρέπει να επιδιώξουμε τη δημιουργία μιας κοινωνίας της λιτής αφθονίας ή, για να το πούμε όπως ο Τιμ Τζάκσον, ευημερίας χωρίς ανάπτυξη.

Πράγματι, ο πρώτος στόχος της μετάβασης θα έπρεπε να είναι η επιδίωξη της πλήρους απασχόλησης για να αντιμετωπιστεί η αθλιότητα στην οποία έχει περιπέσει μερίδα του πληθυσμού. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με μια συστηματική μετεγκατάσταση των χρήσιμων δραστηριοτήτων, μια σταδιακή μετατροπή των παρασιτικών ή επικίνδυνων δραστηριοτήτων, όπως η διαφήμιση, η πυρηνική ενέργεια και οι εξοπλισμοί, και μια σημαντική και σχεδιασμένη μείωση του χρόνου εργασίας. Για τα υπόλοιπα, καταφεύγουμε στο νομισματοκοπείο και συνεπώς σε έναν ελεγχόμενο πληθωρισμό ( ας πούμε περίπου 5% τον χρόνο). Αυτή η κεϋνσιανή λύση, που σημαίνει τη χρήση ενός νομίσματος ελαστικού για την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς ωστόσο να επιστρέφει στη λογική της απεριόριστης ανάπτυξης, θα ήταν ευνοϊκή για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν από την εγκατάλειψη της θρησκείας της ανάπτυξης.

Βεβαίως, το ωραίο αυτό πρόγραμμα είναι ευκολότερο να διατυπωθεί παρά να πραγματοποιηθεί. Στην περίπτωση της Ελλάδας, προϋποθέτει τουλάχιστον την έξοδο από το ευρώ και την επιστροφή στη δραχμή, πιθανότατα μη μετατρέψιμη σε άλλο νόμισμα, με όλα όσα σημαίνει αυτό: έλεγχο των συναλλαγών και επαναφορά των δασμών. Ο αναγκαίος προστατευτισμός αυτής της στρατηγικής τρομοκρατεί τις Βρυξέλες και τον Π.Ο.Ε. Θα έπρεπε συνεπώς να περιμένουμε αντίποινα και εξωτερικές προσπάθειες αποσταθεροποίησης, που να συνοδεύονται από το σαμποτάζ των συμφερόντων που παραμένουν στο εσωτερικό. Το πρόγραμμα αυτό φαίνεται συνεπώς σήμερα ουτοπικό, αλλά όταν βρεθούμε στο βάθος του μαρασμού και της πραγματικής κρίσης που ελλοχεύει, τότε θα φανεί επιθυμητό και ρεαλιστικό.

 

Συμπέρασμα



Στην αρχαία ελληνική τραγωδία, η καταστροφή γράφεται στην τελευταία στροφή. Και φτάσαμε. Ένας λαός ψηφίζει μαζικά ένα σοσιαλιστικό κόμμα, που το πρόγραμμά του ήταν κλασσικά σοσιαλδημοκρατικό, και, κάτω από την πίεση των αγορών, βλέπει να του επιβάλλεται μια νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας από το ίδιο αυτό κόμμα, που πειθαρχεί στις συντονισμένες προσταγές των Βρυξελών και του Δ.Ν.Τ. Η Ισλανδία κατάφερε να αρνηθεί δημοκρατικά αυτή την εντολή αλλά την Ελλάδα την εμποδίζει το ευρώ. Είναι ξεκάθαρο ότι ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, δεν θα αποδεχόταν εύκολα τις συνέπειες των ρήξεων που είναι αναγκαίες για μια διαφορετική πολιτική (έξοδος από το ευρώ, μερική έστω καταγγελία του δημοσίου χρέους, περιθωριοποίηση από την Ευρώπη και  εμπάργκο των «κακομαθημένων» χωρών, φυγή κεφαλαίων κλπ). Αλλά, το «αίμα και τα δάκρυα» για να θυμηθούμε τη γνωστή διατύπωση του Τσώρτσιλ, είναι ήδη εδώ, απλώς, χωρίς την ελπίδα νίκης. Η μόνη διέξοδος, και το επιθυμούμε διακαώς, θα ήταν η έξοδος της Ευρώπης από τη δικτατορία των αγορών και η οικοδόμηση της Ευρώπης της αλληλεγγύης, της συνύπαρξης, του τσιμέντου εκείνου του κοινωνικού δεσμού, που ο Αριστοτέλης αποκαλούσε φιλία.