Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Αριστερά: Ώριμη «Κοκκινοσκουφίτσα» ή Σίσυφος Λυόμενος;


Του Σωτήρη Σιαμανδούρα.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Βαβυλωνία τεύχος 15, γραμμένο στις 21/8.



Καθώς οι παραινέσεις και οι τακτικές που στοχεύουν στην «ωρίμανση» του ΣΥΡΙΖΑ ευοδώνονται, ας σταθούμε λίγο να αναρωτηθούμε τι σημαίνει αυτή η λεξούλα, γιατί ο λόγος που αναπαράγεται μαζικά διαμορφώνει συνειδήσεις και πραγματικότητες που υπερβαίνουν τα συγκυριακά επίδικα μιας εσωκομματικής πολιτικής μάχης, με αποτέλεσμα να εισπράττουμε τον απόηχό του στα πιο απίθανα μέρη. Εκεί που εμείς, ανέμελα μικρά παιδιά, παίζουμε πεσσούς στην αυλή της εκκλησίας, φτάνει η υψωμένη φωνή του ιερέα –θόρυβος πια, που διώχνει τα πουλιά και κάνει τα κορίτσια να τεντώνουν με συστολή τις φούστες- και μας αποσπά την προσοχή από την επόμενη κίνηση στο αιώνιο παίγνιο, με κίνδυνο να χάσει ο χρόνος το παιδί και το παιδί τη μάνα…
Στα θεμέλια του πολιτικού μας πολιτισμού βρίσκεται η ρωμαϊκή αντίληψη του πολιτικού, που βεβαίως αποτυπώνεται και στο ρωμαϊκό δίκαιο. Αρκετά φυσιολογικά συνεπώς, στο ρωμαϊκό δίκαιο μπορούμε να αλιεύσουμε και έναν ορισμό της ωριμότητας σε συνάρτηση με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες: Patres familiarum sunt, qui sunt suae potestatis sive puberes sive impuberes (Dig. 1.6.4, Ulpianus 1 inst.). Δηλαδή, πατέρες οικογενειών είναι εκείνοι που είναι κύριοι του εαυτού τους, είτε έχουν ενηλικιωθεί είτε όχι. Συνεπώς, κύριος του εαυτού σου, δηλαδή ελεύθερος, είσαι ανεξαρτήτως ωριμότητας. Και το απόσπασμα συνεχίζει: simili modo matres familiarum; filii familiarum et filiae, quae sunt in aliena potestate. Δηλαδή, κατά τον ίδιο τρόπο, μητέρες οικογενειών, γιοι οικογενειών και κόρες είναι όσοι βρίσκονται υπό την κυριαρχία άλλων. Άρα, όχι μόνον η ωριμότητα δεν ορίζει την κυριαρχία αλλά είναι η κυριαρχία αυτή που ορίζει την ωριμότητα. Δηλαδή, όχι μόνον μπορείς να ασκείς κυριαρχία χωρίς να είσαι ώριμος αλλά μπορεί να είσαι ώριμος και παράλληλα να παραμένεις παιδί. Γιατί, κάθε παιδί που γεννιέται από εμένα και τη γυναίκα μου βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο μου, όπως και κάθε παιδί που γεννιέται από τον γιο μου και τη γυναίκα του, δηλαδή ο εγγονός κι η εγγονή μου, αλλά κι ο δισέγγονος κι η δισέγγονη, και τα λοιπά για όλους τους απογόνους. Δηλαδή, παραμένεις παιδί μου και άρα υπό την κυριαρχία μου ανεξαρτήτως ηλικίας, γιατί η κυριαρχία είναι μια σχέση που ορίζεται, διαχέεται, επιβάλλεται, χαρίζεται από το σπέρμα (μου ανήκει ο γιος του γιου μου και όχι της κόρης μου), η κυριαρχία ορίζεται από τη γενεαλογία. Και, καθώς η κυριαρχία ορίζει την ωριμότητα, η ωριμότητα ορίζεται κι αυτή από τη γενεαλογία, μια γενεαλογία του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος, για όλους τους απογόνους. Αυτή η αρχετυπική γκροτέσκα εικόνα, του ανώριμου πατέρα και του ώριμου παιδιού, του δεκατριάχρονου πάτερ φαμίλια και του εξηντάχρονου γιου του πατέρα του, στοιχειώνει και θα στοιχειώνει κάθε λόγο που επιχειρεί να συνδέσει την ωριμότητα με την κυριαρχία και την ελευθερία, κάθε λόγο που παραμένει δέσμιος του γενεαλογικού δένδρου.
Αλλά  η φωνή του ιερέα που λέγαμε δεν κάνει λόγο μόνο για ωρίμανση, κάνει λόγο για βίαιη ωρίμανση, κάτι που περιπλέκει τα πράγματα ακόμη περισσότερο. Διότι, ο μόνος τρόπος να ωριμάσουμε βιαίως είναι να πάρουμε τη θέση του πάτερ φαμίλια, δηλαδή, βίαιη ωρίμανση σημαίνει πατροκτονία. Πράγματι. η πατροκτονία και το αντεστραμμένο της είδωλο, ο Κρόνος που σκοτώνει τον πατέρα του Ουρανό (μ’ ένα δρεπάνι κόβοντάς του τους όρχεις, που παράγουν το σπέρμα που αναφέραμε) και ο Κρόνος που τρώει τα παιδιά του, είναι στη βάση του –δυτικού τουλάχιστον- μύθου της εξουσίας. Άρα, θα πρέπει κανείς να προσέχει τι εύχεται, όταν μας παραινεί να ωριμάσουμε βιαίως, διότι κινδυνεύει –όπως ο Ουρανός- άθελά του να φέρει στη ζωή Ερινύες, Γίγαντες και την Αφροδίτη, θεά του έρωτα κι αστέρι του θρήνου. Ωριμότητα δεν σημαίνει «σοβαρότητα», ξύρισμα, κούρεμα, στρατό και δουλειά. Ωριμότητα, στους μύθους που ακόμη τρέφουν το ασύνειδό μας, σημαίνει εξέγερση, πατροκτονία, τύψεις και γέννηση γιγάντων, έρωτα και θρήνο, μια λιόντισσα που λάμπει τις νύχτες βρυχώμενη στον ουρανό -γιατί αυτή είναι η αρχαϊκή αναπαράσταση της Αφροδίτης. Τέτοιο πράγμα είναι λοιπόν η ωριμότητα.
Τούτων των ωρίμων λεχθέντων, κάποια στιγμή θα πρέπει επιτέλους να σπάσουμε τους μύθους της κυριαρχίας, διότι ο νέος πάτερ φαμίλιας παραμένει πάτερ φαμίλιας, όπως ο Κρόνος που, μετά την εξέγερση, τρώει τα παιδιά του με τον ίδιο τρόπο που ο πατέρας του Ουρανός τα έχωνε στα Τάρταρα. Στην Αριστερά δεν μπορεί πια να παλεύουμε για να αλλάξουμε τα Τάρταρα με την κοιλιά του Κρόνου –αυτή την αριστερά την είδαμε ήδη σε όλες τις εκδοχές της-, δεν παλεύουμε να βρεθούμε εμείς στην κορυφή του γενεαλογικού δένδρου, διότι δένδρο δεν υπάρχει, διότι αυτή η αναπαράσταση της εξουσίας ανήκει στο παρελθόν και είναι αναντίστοιχη με την πραγματικότητα. Και θα έπρεπε καθένας να το σκεφτεί διπλά πριν φέρει στην Αριστερά του 21ου αιώνα τα υλικά της εποχής του ρωμαϊκού δικαίου. Αυτά ίσως να ήταν καλά για τους αυστηρούς, γοτθικούς, ναούς της Αριστεράς του προηγούμενου αιώνα, που ωστόσο κατέρρευσαν με πάταγο στις κεφαλές των πιστών, δικαίων και αδίκων. Αυτά τα τρομακτικά γερμανικά παραμύθια, από τη Σταχτομπούτα μέχρι την Κοκκινοσκουφίτσα, ήταν, όπως γνωρίζουμε καλά, εργαλεία πειθάρχησης, και γι’ αυτό κανείς δεν τα λέει πια στα παιδιά του –τουλάχιστον όχι στην αυθεντική μορφή τους. Τολμώ λοιπόν να πω ότι χρειαζόμαστε μιαν άλλη αρχιτεκτονική και άλλου τύπου αφηγήσεις, νέα παραμύθια με λιγότερο αίμα και τρόμο, με περισσότερη φαντασία και ελευθερία –ο υποδιοικητής Μάρκος έχει γράψει μερικά, ο Ροντάρι κι ο Χικμέτ το ίδιο. Ας είναι ξέφωτα οι ιεροί μας τόποι κι η Αριστερά ένα «ερωτευμένο σύννεφο» -αν είναι παραμύθι- κι όχι μια ώριμη «κοκκινοσκουφίτσα». Δηλαδή, να τολμήσουμε το ρίσκο να σκεφτούμε ότι η ηγεμονία στην εποχή μας δεν είναι ναός και δεν χτίζεται, δεν είναι πεδίο μάχης και δεν καταχτιέται, αλλά είναι κάτι ζωντανό και γίγνεται. Γίγνεται αγωνιστικά και ριζοματικά (rhizôme, δεν είναι ορθογραφικό), ανοίγοντας γραμμές φυγής, που δεν κοιτάνε να «ωριμάσουν» τη δική μας μικρή γωνία και τους άλλους, που δεν επιδιώκουν να επιβάλλουν μια κυριαρχία αλλά να στήσουν ένα νοηματικό δίκτυο, μια κοινή γλώσσα παλλόμενη από ετερογενή πάθη, μια πληθυντική ηθική και πολιτική κουλτούρα, έναν πολιτισμό όχι του ίδιου αλλά του διαφορετικού, όχι του πράγματος αλλά της ανοιχτής διαδικασίας. Το ερώτημα είναι, Μπορούμε (podemos, ούτε κι αυτό είναι ορθογραφικό);
Δεν ξέρω, η εικόνα της ώριμης Κοκκινοσκουφίτσας (η «Κοκκινοσκουφίτσα» εντάξει, αλλά ώριμη;;;) είναι αλήθεια πως έχει ξεπεράσει τελευταία τα όρια του γκροτέσκου, ανακαλύπτοντας ζαπατίστας μοναχούς, τσαλαβουτώντας σε θολά Ποτάμια και συνομιλώντας «χωρίς προαπαιτούμενα» με υπεύθυνους θείους που τάζουν καραμέλες. Αλλά και πότε δεν ήταν η –μ’ αυτή την έννοια- εξουσία γκροτέσκα; Για τον Φουκώ, είπαμε, το γκροτέσκο είναι συστατικό στοιχέιο της εξουσίας, από εκεί αντλεί τη δύναμή της, οπότε ας μην αμφισβητούμε την ευφυΐα της καθοδήγησης, μπορεί και να πρόκειται για λελογισμένες κινήσεις. Από την άλλη, να μην υποτιμούμε και τη δική μας δύναμη, να μη φοβηθούμε το χέρι μας. Το δικαίωμα το έχουμε κατακτήσει με πολύ ιδρώτα, είναι το απόσταγμα μιας μακράς πορείας, δεν είναι προϊόν εργαστηρίου και αντικατοπτρισμός στην άνυδρη Μάντσα, ούτε μιμητισμός. Δεν τίθεται ζήτημα να «διδαχθούμε» από το podemos, δεν είναι λίγα αυτά που έχουμε κι εμείς να πούμε και είναι φρόνιμο να διατηρούμε επιφυλάξεις. Αλλά είναι το παράδειγμα ενός νέου δρόμου, κι αυτό που θέλω να πω είναι ότι έχουμε τις προϋποθέσεις κι εμείς να ξεπεράσουμε επιτέλους τον καβγά του Μπακούνιν με τον Μαρξ και να επιχειρήσουμε να ανοίξουμε έναν δρόμο πραγματικά νέο.
Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, το παγκόσμιο κοινωνικό κίνημα είχε για πρώτη φορά την ευκαιρία να λειτουργήσει ακηδεμόνευτα. Το ίδιο και στη χώρα μας. Από τη δεκαετία του ’90, το ελληνικό κοινωνικό κίνημα, με τη βαριά παράδοση του Εμφυλίου και της Επταετίας, δομείται κι αυτό, μετά την πτώση του «υπαρκτού», για πρώτη φορά αποκεντρωμένα, οριζόντια, πλουραλιστικά, έξω από τις παραδοσιακές δομές των κομμάτων της Αριστεράς. Στα πανεπιστήμια κυριαρχούν τα αυτόνομα αριστερά σχήματα μέσα και έξω από τα ΕΑΑΚ, το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης βρίσκει και εδώ τα πατήματά του με τις ευρωπορείες και τα φόρουμ, αμφισβητείται η κυριαρχία της «πατριωτικής» αριστεράς, παίρνουν τη θέση που τους αξίζει ο Στάλιν και ο Ζαχαριάδης, αναπτύσσεται το αντιρατσιστικό κίνημα και περιθωριοποιείται ο σεξισμός. Ταυτόχρονα με τη συγκρότηση της νέας αυτής αριστερής ταυτότητας –διεθνιστικής, αντιρατσιστικής, αντισεξιστικής, οικολογικής, αντιγραφειοκρατικής- οργανώνεται για πρώτη φορά σε τέτοιο επίπεδο ο ελευθεριακός χώρος –χαρακτηριστικά, με το εγχείρημα της ΑΚ- και πολλαπλασιάζονται οι ελευθεριακές εστίες, τα στέκια, οι συνελεύσεις, οι εφημερίδες, τα περιοδικά, οι εκδόσεις, τα βιβλιοπωλεία. Εμφανίζονται και τα πρώτα σωματεία βάσης.
Αυτή είναι η Αριστερά που έδωσε τις μεγάλες μάχες αυτά τα χρόνια της έντασης της επίθεσης του κεφαλαίου, με αυτά τα χαρακτηριστικά, με αυτές τις δομές. Δεν τις έδωσε η «αριστερά» της Δαμανάκη, του Κύρκου και του Κωνσταντόπουλου. Αυτή, η δική μας, ήταν η Αριστερά που δημιούργησε τις συνθήκες για μια ιδεολογική ηγεμονία με σύγχρονους όρους, οριζόντια και από τα κάτω, με δίκτυα αντί για πυραμίδες, με «ριζόματα» αντί για «δέντρα», που δημιούργησε νέα νοήματα κι ελπίδες. Αυτή ήταν η Αριστερά του «Δεκέμβρη» και των «Αγανακτισμένων», αυτή είναι η αριστερά της ΒΙΟΜΕ, του κινήματος της αλληλεγγύης που απλώθηκε παντού, του πρωτοφανούς πειράματος της ΕΡΤ. Είναι η Αριστερά που σκέφτεται και με τον Γκράμσι αλλά όχι με τον Μπερλινγκουέρ, διαβάζει Καστοριάδη περισσότερο από Πουλαντζά, Χρόνη Μίσσιο και πάλι Χρόνη Μίσσιο. Και μπορεί να σας ξενίσει αυτό που θα πω, αλλά δεν τα πήγαμε καθόλου άσχημα. Μας χαιρέτισε ο ίδιος ο υποδιοικητής Μάρκος, μιλήσαμε την ίδια γλώσσα με την Ισπανία και την Ταξίμ, και στον μαύρο ουρανό της Ευρώπης, για τον εξωτερικό παρατηρητή, φαίνεται σαν να τρεμοφέγγει, στην κάτω γωνία δεξιά, ένα μικρό κόκκινο αστέρι. Δεν βλέπω λοιπόν γιατί να κάνουμε πίσω τώρα, από όλες τις στιγμές.
Θέλω να πω ότι έχουμε κάποιον καιρό που σπρώχνουμε έναν βράχο, που δεν είναι δικός μας, και πάνω του κάθεται η ώριμη Κοκκινοσκουφίτσα και δίνει «κατευθύνσεις». Κι όλο κάνουμε υπομονή γιατί φτάνουμε –νομίζουμε- στην κορυφή του λόφου. Ας κατεβεί λοιπόν επιτέλους η Κοκκινοσκουφίτσα να σπρώξει, εμείς συνεχίζουμε καλύτερα χωρίς τον βράχο. Να μη φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο με τον βράχο του, να φανταστούμε τον Σίσυφο λυόμενο, λευτερωμένο κι από τον βράχο κι από την Κοκκινοσκουφίτσα κι από όλες τις προκαταλήψεις και τα αραχνιασμένα σχήματα. Να τον φανταστούμε να σιγοσφυρίζει στην κορυφή του λόφου με τα χέρια στις τσέπες. Και πρέπει να βρούμε το θάρρος να το κάνουμε τώρα. Αν αφήσουμε τον Σίσυφο να σπρώξει λίγο ακόμα, θα έρθει σύντομα η στιγμή που θα πρέπει να επιστρέψει και να ιδρώνει πάλι στη βάση του λόφου.
Θα αφήσω όμως τους μύθους και τα παραμύθια για να μην κουράσω. Επειδή, ως γνωστόν, οι νόμοι της φυσικής δεν ισχύουν για τους πλούσιους –και τους γραφειοκράτες θα προσθέσω-, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να βάλει σε πολλά εισαγωγικά και το «Αριστερά» και το «Εξουσία», ενάντια σε κάθε λογική και νόμο, παραβίασε κι αυτές τις αποφάσεις του συνεδρίου, παραβίασε τις θέσεις που πήγαν τον ΣΥΡΙΖΑ από το 4% στο 27%, παραβίασε τις θέσεις που ψήφισε και υποστηρίζει η πλειοψηφία των μελών του κόμματος αλλά και ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτό το ονόμασε «ωρίμανση». Αυτό συνέβη γιατί το περιεχόμενο βρίσκεται σε στενή σχέση με τη δομή και τη λειτουργία και το κόμμα αυτό είναι πλέον αρχηγικό και πυραμιδοειδές. Αυτό δημιουργεί σημαντικούς κοινωνικούς κινδύνους αλλά και ένα πολύ σημαντικό κενό πολιτικής έκφρασης για τη δική μας Αριστερά. Και έχουμε όλες τις προϋποθέσεις να το καλύψουμε. Να φτιάξουμε επιτέλους μια Αριστερά χωρίς ηγεσία και γραφειοκρατία, με ουσιαστική συμμετοχή των μελών, με ανακλητότητα και κυκλική εναλλαγή, με δομή αποκεντρωμένη, οριζόντια και αμεσοδημοκρατική. Είναι μια καλή στιγμή, τώρα που για άλλη μια φορά έπαιξε η ηγεσία τον ρόλο κάθε μη ελεγχόμενης και ανακλητής ηγεσίας και προδίδει τόσον κόσμο και τόση προσπάθεια.

Αν αυτό δεν γίνει στον ΣΥΡΙΖΑ (όπου μια τελευταία μάχη μένει ίσως να δοθεί), θα γίνει από έξω. Όποιος έχει ζήσει το ελληνικό κίνημα των τελευταίων δύο δεκαετιών,  το ζωντανό αυτό ρεύμα που συχνά νιώθουμε να μας σπρώχνει ακαταμάχητα ή να μας καθηλώνει παρά την επιθυμία μας, το ρεύμα αυτό στο οποίο συνειδητά συμμετέχουμε αλλά μας υπερβαίνει, ψυχανεμίζεται ότι είναι περίπου αδύνατον να σταματήσει τώρα. Από αυτή την άποψη, ναι, ωριμάσαμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου