Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

ΚΡΑΤΟΣ, ΕΞΟΥΣΙΑ, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ: ένα σύντομο σχόλιο (του Αλέξανδρου Σχισμένου)

Προσφάτως, ο Θεοφάνης Τάσης σε άρθρο του στην ‘Εφημερίδα των Συντακτών’ στο πλαίσιο αφιερώματος στον Καστοριάδη γράφει : ‘Όμως ο Καστοριάδης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναρχικός για έναν επιπλέον λόγο: Στην περιγραφή της αυτόνομης κοινωνίας όπως αυτή αναπτύσσεται στο ‘Πάνω στο περιεχόμενο του Σοσιαλισμού’ συναντούμε την ύπαρξη Κράτους και κεντρικής κυβέρνησης’ 1 .Δεν διαφωνούμε πως ο Καστοριάδης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναρχικός και έχει εκφράσει και ο ίδιος ρητά τις διαφοροποιήσεις του στην συνέντευξη που παραχώρησε στην συντακτική ομάδα της Αναρχικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης ‘Εκτός Νόμου’ το 1991. Ωστόσο το να λέμε ότι ο Καστοριάδης υποστήριζε την ύπαρξη κράτους προκαλεί μία σοβαρή έκπληξη. Χωρίς να αναρωτηθούμε αν υπάρχει έλλειψη γνώσης ή σκοπιμότητα πίσω από αυτή την απόφανση πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού είναι συλλογή κειμένων του Καστοριάδη από το 1952 έως το 1978, δηλαδή κειμένων προ και μετά της ρήξη με τον μαρξισμό. Γνωρίζουμε ότι ο μαρξισμός παραδέχεται του Κράτος και το προϋποθέτει, ωστόσο η ρήξη του Καστοριάδη με την μαρξική φιλοσοφία είναι και ρήξη με την έννοια του Κράτους και μάλιστα ριζική. Η άποψη λοιπόν που ζητά να επανοικειοποιηθεί ολόκληρο τον Καστοριάδη προς χάριν της κρατιστικής σκέψης είναι μία πρόκληση και πρόσκληση για σκέψη. 
Χρησιμοποιούμε την λέξη ‘κράτος’ με την ευρεία της έννοια, όμως η έννοια αυτή δεν είναι πραγματικά τόσο ευρεία για να ενσωματώσει κάθε μορφή εξουσίας και κάθε μορφή πολιτικής θέσμισης που εμφανίστηκε στην Ιστορία. Για να αποφύγουμε το λάθος της ταύτισης του Κράτους με την Εξουσία, λάθος που είναι εντυπωμένο βαθιά στην νεώτερη πολιτική θεωρία και είναι δύσκολο να εντοπιστεί, όπως θα δούμε στα παρακάτω κεφάλαια, πρέπει καταρχάς να θέσουμε έναν γενικό ορισμό της έννοιας αυτής. Γενικό και όχι συγκεκριμένο γιατί κράτος υπάρχει από την εποχή της θεσμισμένης ιεραρχίας, από την εποχή των ιερατείων των Χαλδαίων (είναι ερώτημα κατά πόσο οι λίγο παλαιότεροι Σουμέριοι είχαν τέτοιο παντοδύναμο ιερατείο) σε πολυποίκιλλες μορφές και κάθε κράτος είναι συγκεκριμένο κοινωνικοϊστορικά. Παράλληλα όμως, υπήρξαν πολύ παλαιότερες αλλά και σύγχρονες των κρατών κοινωνίες δίχως κράτος. Κάποια γενικά χαρακτηριστικά μπορούν να βοηθήσουν στην διάκριση του κράτους και την εξουσίας.
Αναφέρει ο Καστοριάδης: ‘Κράτος υπάρχει εκεί που υπάρχει κρατικός μηχανισμός χωριστός από την κοινωνία και στην πράξη ανεξέλεγκτος, όπως τον βλέπουμε σήμερα ακόμα και στις λεγόμενες δημοκρατικές χώρες, δηλαδή τις χώρες όπου ισχύει ένα καθεστώς φιλελευθερης ολιγαρχίας.’2
Ο κρατικός μηχανισμός αναπτύσσεται ως μονοπωλιακός μηχανισμός αναπαραγωγής, διατήρησης, διανομής, της εξουσιαστικής κοινωνικής ομάδας και ενσωματώνει τις πολιτικές λειτουργίες της νομοθέτησης, της απόφασης, της εκτέλεσης και της δικαιοσύνης, διαχωρίζοντάς τες από το κοινωνικό σώμα και διατηρώντας το μονοπώλιο τόσο του νόμιμου λόγου όσο και της νόμιμης βίας. Ως τέτοιος ενσωματώνει τον κοινωνικό χρόνο και τον διαμορφώνει άνωθεν ως επίσημη κοινωνική χρονικότητα. Στην πραγματικότητα ενσωματώνει και μεγάλες περιοχές της οικονομικής σφαίρας, ακόμη και στις πλέον νεοφιλελευθερες πολιτικές, στο βαθμό που αποτελεί την θεσμική τους επικύρωση και στο βαθμό που αναπτύσσεται και ως οικονομική δραστηριότητα, τόσο εσωτερικής διαπλοκής όσο και εξωτερικής επιχειρηματικότητας. 
Η νεωτερική πολιτική φιλοσοφία, επιχειρώντας την λεγόμενη ‘διάκριση των εξουσιών’ και την θέση συνταγματικών περιορισμών στον ‘ανεξέλεγκτο’ αυτό μηχανισμό, απλώς έθεσε σχηματικές διακρίσεις δικαιοδοσίας πίσω από τις οποίες η σύγκλιση και η διαπλοκή των κέντρων εξουσίας συνεχίζεται αδιάκοπα. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πραγματικό διαχωρισμό της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας (πόσω μάλλον της λεγόμενης 4ης, δημοσιογραφικής εξουσίας, η οποία ως τόσο ήδη θρυμματίζεται) καθώς οι κυβερνήσεις και οι κεφαλαιούχοι χρηματοδότες τους επικαλύπτουν τις επιμέρους εξουσίες, τόσο ως κράτος, όσο και ως εταίροι του κράτους, αλλά και ως παρακράτος. Η μονοπώληση της εξουσίας από το κράτος είναι ο πραγματικά προβληματικός διαχωρισμός που έχει επιβληθεί και στην βάση αυτού του διαχωρισμού της εξουσίας από την κοινωνία έχει στηθεί η ίδια η υπόσταση του κράτους. Δεν είναι όμως η μόνη ιστορική εναλλακτική. Για να μην ταξιδέψουμε σε άγνωστους πολιτισμούς, αλλά στον πλέον γνωστό μας άγνωστο, θα παραθέσουμε το παράδειγμα που ο Καστοριάδης αναφέρει, μιας αντίθετης αντίληψης.
‘Η ιδέα του «Κράτους» ως ενός θεσμού διακριτού και διαχωρισμένου από το σώμα των πολιτών δεν θα ήταν κατανοητή από έναν (αρχαίο) Έλληνα. Βεβαίως, η πολιτική κοινότητα υπάρχει σε ένα επίπεδο το οποίο δεν ταυτίζεται με τη συμπαγή, ‘εμπειρική’, πραγματικότητα των τόσο πολλών χιλιάδων ανθρώπων που συνέρχονται σε δεδομένο τόπο και δεδομένο χρόνο. [...] Ωστόσο η διάκριση δεν γίνεται μεταξύ «Κράτους» και «πληθυσμού» αλλά μεταξύ του διαρκούς, συσσωματωμένου σώματος των αειθαλών και απρόσωπων Αθηναίων και απυτών που ζουν και αναπνέουν [στην πόλη].’3
Εδώ η διάσταση μεταξύ της φαντασιακής πολιτικής κοινότητας και της υπαρκτής δεν είναι μία διάκριση που επισυμβαίνει στο θεσμικό-κοινωνικό επίπεδο ως διάκριση δικαιοδοσίας και στεγανοποίηση της εξουσίας, αλλά στο επίπεδο του κοινωνικού φαντασιακού ως διάσταση μεταξύ του θεσμού και της πραγματικότητας. Αντιθέτως, η ύπαρξη των κρατικών θεσμών στηρίζεται σε μία ιεροποίηση της διάκρισης και μία ταυτόσημη σμίκρυνση των ορίων φαντασιακής πολιτικής κοινότητας στα όρια μίας ολιγαρχικής ελίτ ή ακόμη και μίας δυναστικής οικογένειας που ορίζει το θεσμικό επίπεδο. Ακόμη και στην αρχαία Αθήνα η φαντασιακή πολιτική κοινότητα ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και περιελάμβανε μονάχα τους γηγενείς άνδρες, πράγμα για μας απαράδεκτο φυσικά, ωστόσο έστω και έτσι παραμένει πολύ πιο διευρυμένη από οποιαδήποτε κρατική θέσμιση, αφού καθένας μετείχε στην εξουσία. Στο σύγχρονο πρόταγμα της ελευθερίας τα όρια της φαντασιακής πολιτικής κοινότητας, δεν μπορούν παρά να περιλαμβάνουν ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Το νεωτερικό εθνοκράτος, θεμελιωμένο όχι στην Θεία αυθεντία, αλλά στην αυθεντία μίας υποτιθέμενης γενικής βούλησης, και συγκροτημένο με όρους εθνικής ομοιογένειας και καθετοποιημένης γραφειοκρατικής εξουσίας, υποτίθεται, σύμφωνα με τον κυρίαρχο ιδρυτικό μύθο, ότι αντιπροσωπεύει το έθνος, την κοινωνία νοούμενη ως ‘έθνος’, ενάντια στα ιδιωτικά και ξένα συμφέροντα που το επιβουλεύονται. Έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε δύο ιδιαίτερους εθνοκρατικούς θεσμούς που αποτελούν ενσωματώσεις κοινωνικών λειτουργιών στις τεχνικές της εξουσίας και είναι η κρατική υποχρεωτική παιδεία και η στρατιωτική θητεία, παρότι και τα δύο παραχωρούνται ξανά στο ιδιωτικό κεφάλαιο σήμερα. Όμως κατά τη διάρκεια της συγκρότησης των εθνοκρατών τον 19ο αιώνα, αυτοί οι δύο θεσμοί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εθνική και γλωσσική ομογενοποίηση των πληθυσμών, καθώς έστησαν έναν μηχανισμό εκπαίδευσης και επιβολής καθολικό και υποχρεωτικό από τη νεαρή ηλικία, αναλαμβάνοντας σε μεγάλο βαθμό πλευρές του εκκοινωνισμού που τυπικά ανήκαν στην οικογένεια. Το εθνοκράτος, ως ‘εκπρόσωπος’ της ‘ενιαίας’ βούλησης του λαού μπορεί να υποκαταστήσει την οικογένεια, ως διευρυμένο γένος καθώς στηρίζεται σε μία πιο εκλεπτυσμένη θεωρία πολιτικού πατερναλισμού.
Η κλασική φιλελεύθερη πολιτική θεωρία του Διαφωτισμού, όπως είδαμε, επικαλείται ένα υποθετικό ‘κοινωνικό συμβόλαιο’ που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τον περιορισμό της αυθαιρεσίας των κυβερνώντων και φυσικά τους δεσμεύει να λειτουργούν προς όφελος της γενικής κοινωνικής ευημερίας. Φυσικά, σαν ιδρυτικός μύθος, ο μύθος είναι εντελώς επίπλαστος. Παραπάνω προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουμε την φιλοσοφική και ηθική έκπτωση του νεωτερικού εθνοκράτους παρουσιάσαμε πιο λεπτομερώς αυτή την μεταφυσική μυθολογία. Ωστόσο, το ‘κοινωνικό συμβόλαιο’ αποτελεί μία ισχυρότατη σημασία δικαίωσης της σημερινής κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας και ενσαρκώνεται θεσμικά στην μορφή του Συντάγματος4, ως του θεμελιώδους νόμου που εξασφαλίζει τους όρους και τα όρια της κρατικής κυβερνητικής εξουσίας, παρότι όλοι ξέρουμε ότι στην κοινωνική πραγματικότητα αυτά αποτελούν κενό γράμμα. Δεν είναι τυχαίο ότι η υπαρκτή εξουσία ξεπερνά αναιδώς και αφειδώς τα συνταγματικά της όρια όταν αυτό καταστεί αναγκαίο για την διατήρησή της χωρίς μεγάλο κόστος. Υπάρχει ένα λογικό και νοηματικό κενό πίσω από την ίδια την ιδέα μιας εθελούσιας παραχώρησης της κοινωνικής εξουσίας στο κράτος, μίας παραχώρησης που συνέβη άπαξ (δηλαδή δεν συνέβη ποτέ) αλλά νομιμοποιεί πλήρως τους κεντρικούς θεσμούς της κρατικής πλέον εξουσίας και ιδίως την ταύτιση της έννοιας της εξουσίας με το κράτος.
Το νεωτερικό εθνοκράτος, ωστόσο, αποτελεί μία κοινωνικοϊστορική μορφή όπου συνδυάζεται το ιστορικό ρεύμα του πολιτικού φιλελευθερισμού με το όμορο ιστορικό ρεύμα του οικονομικού καπιταλισμού. Σαν δίδυμα ρεύματα που ανήκουν στο ίδιο ευρύτερο ευρωδυτικό κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο, ο πολιτικός φιλελευθερισμός και ο οικονομικός καπιταλισμός έχουν βαθιές ρίζες στον ύστερο Μεσαίωνα αλλά ξεσπούν και επιβάλλονται με τις επαναστάσεις του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα, την Βιομηχανική, την Αμερικάνικη, τη Γαλλική, ως κυρίαρχες θεσμίσεις. Γκρεμίζουν τις παλιές κοινωνικές φαντασιακές σημασίες της φεουδαρχικής θεολογίας (στην περιφέρεια αυτής της δημιουργίας, στα Βαλκάνια π.χ., τέτοιες σημασίες επιβιώνουν ακόμη στο κοινωνικό φαντασιακό και στην πραγματική, αν όχι θεσμική, λειτουργία των κοινωνικών σχέσεων) και επιβάλλουν τον εμπορικό εξισωτισμό, την απεριόριστη ανάπτυξη, την ορθολογική κυριαρχία και την αυτονόμηση της οικονομίας και της τεχνικής ως κυρίαρχα φαντασιακά πρότυπα. Η παλαιά ταύτιση Κράτους- Εξουσίας αποκτά νέα φυσιοκρατικά και επιστημονικοφανή εργαλεία δικαίωσης με την μεταφυσική του Έθνους που επιβάλλεται ακόμη και σε πολυεθνικές κοινωνίες (π.χ. το Αμερικάνικο Έθνος, αυτή η πολύχρωμη και πολύβοη κατασκευή). Το νεωτερικό εθνοκράτος, είτε στην ‘δυτική’ είτε στην ‘σοσιαλιστική’ του εκδοχή, δεν μπορεί λοιπόν να διαχωριστεί από τους οικονομικούς μηχανισμούς του διεθνούς καπιταλισμού, παρότι θεωρητικά υποτίθεται ότι είναι απόλυτα διακριτό από την ‘αγορά’.
Συνεπώς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη σημερινή εποχή ο κλονισμός των θεμελίων εγκυρότητας του Κράτους υπήρξε συνέπεια της πιστωτικής κρίσης του χρηματιστηριακού καπιταλισμού. Η διαπιστωμένη αυτονόμηση της οικονομικής σφαίρας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, η οποία συνδυάζεται με την απόλυτη επιβολή των κυρίαρχων καπιταλιστικών φαντασιακών σημασιών της απεριόριστης ανάπτυξης και της διαρκούς συσσώρευσης κέρδους στην σφαίρα του πολιτικού και την βαθιά τους διείσδυση στο μάγμα του κοινωνικού φαντασιακού τόσο στο βάθος της συλλογικής ιδιοεικόνας της κοινωνίας όσο και στην επιφάνεια του πολιτικού και θεωρητικού λόγου, συνεπάγεται μία μεταφορά της εξουσιαστικής αυθεντίας στις οικονομικές δομές και την συνεπακόλουθη πρόσδεση των κρατικών θεσμών στο άρμα των κεφαλαιοκρατικών μηχανισμών. Η ‘ορθολογικότητα’ του καπιταλιστικού συστήματος ουσιαστικά είναι μία κακότεχνη εργαλειακή ορθολογικότητα οιωνεί αυτονομήσιμων δικτύων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και ένας διαπιστωμένος παραλογισμός5, ωστόσο επικυριαρχεί και ισχυροποιεί την εξίσου παράλογη ‘ορθολογικότητα’ του Κράτους. 
Η εμφάνιση της δημοκρατίας, ως άμεσης δημοκρατίας, αποτελεί την εμφάνιση της πολιτικής, ως πραγματικής πολιτικής, πολιτικής με στόχο την ελευθερία. Η πολιτική, για τον Καστοριάδη, αποτελεί την ρητή αμφισβήτηση της κοινωνικής θέσμισης και την συνειδητή αυτοκριτική δραστηριότητα του συνόλου της κοινωνίας πάνω στο ζήτημα των νόμων και των θεσμών. Η πολιτική, με άλλα λόγια, δεν αποτελεί απλώς τη σφαίρα της ρητής εξουσίας, όπως το κρατικό, αλλά την έμπρακτη αμφισβήτηση των σημασιών στο επίπεδο της κοινωνίας. 
Στο κοινωνικό επίπεδο αυτή η αμφισβήτηση πραγματώνεται με την δημιουργία ενός πραγματικά δημόσιου χώρου, χώρου λήψεως των πολιτικών αποφάσεων και τη γεφύρωση της αντίθεσης δημοσίου – ιδιωτικού με την έμπρακτη συμμετοχή των πολιτών στην λήψη των αποφάσεων και στην υλοποίησή τους. Η κοινωνική πραγματικότητα διαρθρώνεται έτσι σε έναν πόλο πλήρως ιδιωτικό, τον οίκο, σε έναν πόλο ιδιωτικό- δημόσιο, την αγορά και σε έναν χώρο πλήρως δημόσιο, την Εκκλησία του δήμου ή την συνέλευση. Ο δημόσιος χρόνος επίσης αποδίδεται, τουλάχιστον όσο αφορά το πολιτικό σώμα όμως το πολιτικό σώμα στο δικό μας πρόταγμα αγκαλιάζει εν δυνάμει όλη την ανθρωπότητα, αποδίδεται λοιπόν ο δημόσιος χρόνος στην πολιτική απόφαση και στην ατομική δημιουργία εντός του δημόσιου χώρου (η τραγωδία) όπως και στις συλλογικές διαδικασίες νομοθεσίας και απόδοσης δικαιοσύνης. Υπό αυτή την έννοια ο ιδιωτικός χρόνος είναι ο χρόνος της εργασίας, αντιστρόφως προς αυτό που συμβαίνει σήμερα ότι ο ιδιωτικός χρόνος έχει ταυτιστεί απόλυτα με τον ελεύθερο χρόνο. Ο ελεύθερος χρόνος, ο χρόνος της ελευθερίας, δεν μπορεί παρά να εμπεριέχει και μία διακριτή ιδιωτική διάσταση, όμως δεν μπορεί και να περιοριστεί στην ιδιωτική σφαίρα δίχως να πάψει να είναι ελεύθερος, καθώς η ελευθερία θεσμίζεται κοινωνικά και σαν νόημα δημόσιο τόσο ως χώρος όσο και ως χρόνος, όπως φανερώνουν οι πολύωρες, αλλά δημιουργικές και σοβαρότατες συνελεύσεις της άμεσης δημοκρατίας. 
Παρόλο που η ριζική υποεξουσία, η εξουσία της γλώσσας και της παιδείας δεν μπορεί να καταργηθεί, ούτε φυσικά οι θεσμοί, ωστόσο η εν δυνάμει πλήρης και άμεση συμμετοχή της κοινωνίας στη λήψη και κυρίως, στην εκτέλεση των πολιτικών αποφάσεων, καταργεί το κράτος ως διαχωρισμένη εξουσία και την αυθεντία, ως ιερή εξουσία. Καταργεί επίσης κάθε έννοια αντιπροσώπευσης αναγνωρίζοντας κάθε άτομο ως αυτόνομο και την αυτονομία αυτή ως προϋπόθεση αλλά και βλέψη της αυτονομίας όλων, πράγμα που σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί ούτε να μιλήσει, ούτε να αποφασίσει εκ μέρους του. Ξανά, πρέπει να υπογράμμίσουμε ότι αυτή η αυτονομία που πραγματώνεται από το άτομο κοινωνικά, ορίζει και έναν διαφορετικό κοινωνικό ιδιόχρονο, έναν συλλογικό χρόνο ο οποίος δεν μπορεί να διατεθεί ή να εκπροσωπηθεί δίχως να πληγεί η ελευθερία του ατόμου. Ο νόμος ισχύει για όλους όμως το περιεχόμενό του είναι προς συζήτηση και έτσι ο ίδιος ο νόμος, ως ουσία της θεσμίζουσας δραστηριότητας της πόλεως, τίθεταιρητά και συνειδητά υπό την επίδραση του Χρόνου. Η κοινωνία ανοίγοντας το ερώτημα του Νόμου ουσιαστικά αναγνωρίζει τη θνητότητα των θεσμών της. Αναγνωρίζει πως ο νόμος μπορεί να αλλοιωθεί, είτε συνειδητά είτε από το πέρασμα του Χρόνου και επιλέγουν οι ελεύθεροι πολίτες μια ενεργητική στάση απέναντι σε αυτή την αναπόδραστη αλλοίωση.
Μία πραγματικά πολιτική στάση οφείλει να αρνηθεί και να αναιρέσει την ταύτιση εξουσίας και κράτους, ώστε να καταστεί δυνατή η άρνηση του κρατικού και ιεραρχικού φαντασιακού και ταυτόχρονα η δημιουργία νέων ελευθεριακών μορφών απόδοσης και άσκησης της εξουσίας, δηλαδή αντιιεραρχικών και αμεσοδημοκρατικών θεσμών, όπου ο φορέας εξουσίας να είναι το αυτόνομο άτομο και όπου η πολιτική ελευθερία μπορεί να νοηθεί ταυτόχρονα ως πράξη και υπευθυνότητα. Το πολιτικό πράττειν απόκτά ουσία όταν πέρα από μορφές αντίστασης δημιουργεί θεσμούς ελευθερίας. Αιχμές αυτού του πράττειν μπορεί να είναι η άρση της αντίθεσης αρχής δημόσιου – ιδιωτικού, με την θεώρηση του δημόσιου ως κοινωνικού, με την άρση της ταύτισης κρατικού- δημόσιου και κράτους – εξουσίας, με την διαμόρφωση μίας πραγματικά κοινωνικής εξουσίας και την κατάργηση του κράτους. Η απόδοση του πραγματικού δημόσιου χώρου και χρόνου και των εξουσιών που αυτός συνολίζει, πίσω στην κοινωνία και στον κάθε πολίτη ξεχωριστά, καταργεί και την περίφημη επίπλαστη αντίφαση πολιτικού – κοινωνικού.
Συνεπώς, δεν είναι μόνο το πολιτικό πρόταγμα της αυτονομίας στην σκέψη του ύστερου Καστοριάδη (μετά το 65) αντίθετο προς την έννοια του κράτους ή μίας κεντρικής κυβέρνησης, αλλά και η ίδια η δημοκρατία, η άμεση δημοκρατία, τόσο ως νόημα όσο και ως εμπειρία. Τα υπόλοιπα είναι ακροβασίες.

 1Βλ. Το άρθρο όπως αναδημοσιεύεται στην συλλογή ‘5 οικουμενικοί έλληνες στοχαστές’ σελ.72, εκδ. Των Συναδέλφων, Αθήνα 2014 
 2Κ.Καστοριάδης, Οι ομιλίες στην Ελλάδα, εκδ. Ύψιλον, σελ. 65
 3Κ.Καστοριάδης, Philosophy, Politics, Autonomy, σελ. 110
 4Οφείλουμε να αναφέρουμε την εξαίρεση της Αγγλίας, που είναι και η μήτρα των σημασιών του εθνικού κράτους και του αστικού κοινοβουλευτισμού, όπως βεβαίως και του οργανωμένου εργατικού κινήματος και του βιομηχανικού καπιταλισμού, πάντοτε ένα ιστορικό βήμα πιο πέρα από την ηπειρωτική Ευρώπη, όπου έγινε η πρώτη νεωτερική καρατόμηση βασιλιά ήδη από τον 17ο αιώνα, αλλά δεν υπάρχει Σύνταγμα.
5Βλ. σχετικά Κ.Καστοριάδης, Η ‘ορθολογικότητα’ του καπιταλισμού, εκδ. Ύψιλον, 1998
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΧΙΣΜΕΝΟΣ (αναδημοσίευση από το kaboomzine.com)

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Και τί σημαίνει «πυκνός πολιτικός χρόνος»;






 (Άρθρο του Σωτήρη Σιαμανδούρα από το kaboomzine.com)

Τελευταία, η φράση «πυκνός πολιτικός χρόνος», που εκφέρεται συνήθως με κάποια δυσφορία ή αμηχανία, κινδυνεύει να μετατραπεί σε κλισέ, σε μόνιμη επωδό που όλοι έχουμε χρησιμοποιήσει και φθείρει, σε σημείο που ενίοτε παγιώνει αντί να εγκαλεί τη δύσκολη πραγματικότητα της ενσώματης δημοκρατίας. Η προέλευση και η μοίρα τέτοιων κοινά αποδεκτών φράσεων δεν πρέπει να μας αφήνουν ασυγκίνητους. Αποτελούν καθοριστικές στιγμές στη δημιουργία –συλλογικού- νοήματος και ως τέτοιες συμπυκνώνουν και καθορίζουν το πολιτικό πράττειν με τρόπους πολύ συχνά αφανείς και γι’ αυτό ακόμη σημαντικότερους. Ας ξαποστάσουμε λοιπόν για λίγο να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που λέμε.
            Η έννοια του χρόνου μπορεί να αναλυθεί υπό δύο κυρίαρχες οπτικές. Πρώτον, ως «αντικειμενικός», ποσοτικοποιημένος, μετρήσιμος χρόνος, ως ο χρόνος μέτρο της κίνησης κατά τον Αριστοτέλη, ως «σημειακό και ομοιογενές continuum»[1]. Και δεύτερον, ως υποκειμενικός χρόνος, ως Καιρός κατά τους στωικούς[2], όπως ορίζεται από το υποκείμενο και την κοινωνία, καιρός δηλαδή της σποράς, του θερισμού, της εξέγερσης κλπ, ως ιστορικός χρόνος «όπου η πρωτοβουλία του ανθρώπου αδράχνει την ευνοϊκή ευκαιρία κι αποφασίζει παραχρήμα για την ελευθερία του»[3]. Την εμπειρία αυτού του χρόνου την έχει αναπαραστήσει ο Μπένγιαμιν, γράφοντας για τα ρολόγια που πυροβολούσαν οι εξεγερμένοι στο Παρίσι το 1830, «παγώνοντας» έτσι τον «αντικειμενικό» χρόνο. Την έχουμε ωστόσο ζήσει κι εμείς, όταν στον δικό μας Μάη πυρπολήθηκε ένα σύμβολο του περάσματος του χρόνου, το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Δήμου Αθηναίων. Πέρα από την πυρπόληση του καταναλωτισμού και της υποκρισίας, πέρα από την ακύρωση της εορταστικής ατμόσφαιρας ενώπιον μιας δολοφονίας, η πυρπόληση ενός συμβόλου του νέου έτους απηχούσε την εμπειρία όλων όσων βγήκαν στους δρόμους εκείνες τις μέρες: ότι ο ίδιος ο χρόνος είχε σταματήσει, διασταλεί ή συμπυκνωθεί, για να χωρέσει όλες αυτές τις πράξεις που ζητούσαν έξαφνα και ταυτόχρονα να τοποθετηθούν και να τοποθετήσουν την Ιστορία. Αυτή λοιπόν, η συμπυκνωμένη ή διεσταλμένη, είναι η εκκωφαντική αίσθηση του χρόνου που βιώνουμε κάθε φορά που γράφουμε Ιστορία.[4]
Με βάση τα παραπάνω, η φράση «πυκνός πολιτικός χρόνος» μπορεί να σημαίνει δύο τινά. Εάν αναφέρεται στον «αντικειμενικό» χρόνο, τότε είναι απλώς ένας διαφορετικός τρόπος να πούμε ότι συμβαίνουν πάρα πολλά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ότι τα γεγονότα εξελίσσονται τόσο γρήγορα που δυσκολευόμαστε να τα παρακολουθήσουμε. Πρόκειται δηλαδή για μια κομψή παραδοχή αδυναμίας. Ωστόσο, σπανίως γίνονται δημοφιλείς οι παραδοχές αδυναμίας, γι’ αυτό και τη γοητεία της φράσης –την πρόθεσή της- θα πρέπει να την αναζητήσουμε στη δεύτερη σημασία της, που προκύπτει από τη δεύτερη εννοιολογική σύλληψη του χρόνου, την υποκειμενική. Με βάση τη σημασία αυτή, ο Καιρός θα μπορούσε να νοηθεί και ως πυκνός χρόνος, υπό την έννοια ότι συμπυκνώνει πολλούς διαφορετικούς χρόνους.[5]
Στο σημείο αυτό διαπιστώνουμε την ταυτολογία, που είναι, σε κάθε περίπτωση, μια ένδειξη αληθείας. Διότι -εξ ορισμού- η πολιτική είναι κάτι που κάνουμε μαζί με τους άλλους (με μερικές εξαιρέσεις όπως ο Σαρτρ ίσως). Συνεπώς, ο πολιτικός χρόνος συμπυκνώνει -εξ ορισμού- τους χρόνους πολλών υποκειμένων και είναι –εξ ορισμού- πυκνός. Εδώ νομίζω οφείλεται η δύναμη της φράσης, ο λόγος για τον οποίο έχει καθιερωθεί: βρίσκεται στο κατώφλι της συνειδητοποίηση μιας θεμελιώδους αλήθειας, που ωστόσο δεν είναι δεδομένη, ότι κόμμα και κοινωνία είναι πλουραλιστικά και τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε για να το αλλάξουμε αυτό. Ή τουλάχιστον τίποτε το αποδεκτό από μια πολιτική κουλτούρα που αποστρέφεται τις ολοκληρωτικές λογικές.
Προς τι λοιπόν η δυσφορία των ομιλητών που καταγράφεται με την επίκληση της φράσης «πυκνός πολιτικός χρόνος», αν πρόκειται περί ταυτολογίας; Θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά, θα μπορούσε μήπως ο πολιτικός χρόνος να μην είναι πληθυντικός, να μην περιλαμβάνει τον χρόνο πολλών υποκειμένων, να μην περιλαμβάνει πολλά υποκείμενα; Για κάποιους, ίσως.
Ακολουθώντας μια τυπική προσέγγιση, ας δούμε το πλαίσιο της εκφώνησης. Νομίζω δεν είναι τυχαίο που ακούμε αυτή τη φράση σε συγκεντρώσεις της Αριστεράς. Μπορούμε να κάνουμε διάφορες υποθέσεις. Αλλά θα επικεντρωθώ σε μία, που είναι μάλλον η σημαντικότερη σε αυτή τη συγκυρία. Υποθέτω λοιπόν ότι η τόσο πυκνή χρήση της φράσης «πυκνός πολιτικός χρόνος» μπορεί να οφείλεται σε μια ορισμένη αντίληψη περί πολιτικής ηγεμονίας, που αναζητεί να πετύχει την ομοιογένεια στο επίπεδο του συλλογικού ηγεμόνα, ενώ η μελέτη του Μακιαβέλι μας δείχνει αντιθέτως ότι, στην πραγματικότητα, ο ηγεμόνας επιβάλει την (ομογενοποιητική) κυριαρχία διά της δικής του ετερογένειας.[6] Πρόκειται δηλαδή για μια δυσφορία απέναντι στις αντιστάσεις τριβής των υποκειμένων εντός και εκτός κόμματος, γιατί δεν ακολουθούν την ατζέντα και το χρονοδιάγραμμά μας. Ενώ, να το πούμε καθαρά, αυτή η ετερογένεια υποκειμένων και χρόνων είναι στην πραγματικότητα αναγκαία προϋπόθεση της άσκησης πολιτικής ηγεμονίας. Ο (συλλογικός) ηγεμόνας καταχτά και διατηρεί την εξουσία μόνο στον βαθμό που είναι και παραμένει ετερογενής, μόνο στον βαθμό που είναι και τεχνικός και προφήτης και άνθρωπος και θηρίο και δρόμος και Βουλή, και Σκουριές και ομιλίες στα υπερατλαντικά ινστιτούτα.
Σε δεύτερο επίπεδο, αυτή η –κατασκευαστική- αντίληψη της πολιτικής επιχειρεί να εργαλειοποιήσει τις επιμέρους ταυτότητες για να οικοδομήσει το κόμμα. Αγνοεί έτσι τη μοιραία σχέση μεταξύ homo faber και animal laborans, οδηγεί δηλαδή τυφλά όλες μας τις προσπάθειες σε μία κυκλικότητα από την κατασκευή στην κατανάλωση και είναι κατά συνέπεια θεμελιωδώς αντιπολιτική, θεμελιωδώς αντιδραστική, όπως αποδείχτηκε τον προηγούμενο αιώνα. Να το πούμε καθαρά: τα κινήματα δεν εργαλειοποιούνται, είναι ζωντανά και θα επιβάλουν πάντα τους δικούς τους χρόνους, τον δικό τους Καιρό. Όταν σταματούν να το κάνουν, απονεκρώνονται και μαζί τους απονεκρώνεται και ο «συλλογικός ηγεμόνας». Η προσπάθεια εργαλειοποίησης των κινημάτων αποτελεί συνεπώς το ισοδύναμο του αυτοκτονικού ιδεασμού για τα κόμματα της Αριστεράς. Σχετικά πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η συγκέντρωση που επιχείρησε ο ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στη Βουλή, συγκέντρωση που αδίκησε τόσο την πλατιά στήριξη της ΕΡΤ από την ελληνική κοινωνία όσο και την ευρεία κοινωνική απήχηση του λόγου του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Σε τρίτο επίπεδο –που ευτυχώς αφορά πολύ λιγότερους στην εποχή μας- αυτή η ίδια καταραμένη αντίληψη τείνει να αρνείται ευθέως το πραγματολογικό θεμέλιο του πλουραλισμού, να αρνείται δηλαδή ότι η ύπαρξη διαφορετικών θέσεων σε διαμάχη αποτελεί καταστατική συνθήκη κάθε ανθρώπινης κοινωνίας. Ισχυρίζεται αντιθέτως ότι οι ουσιαστικές διαφορές –που άπτονται της σεξουαλικότητας π.χ.- θα εξαφανιστούν από μόνες τους στην αταξική κοινωνία. Αυτό που διαφεύγει του ισχυρισμού αυτού είναι πως οι ισχυρισμοί μας μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνική πραγματικότητα. Αν ας πούμε οι διαφορές προορίζονται να εξαφανιστούν έτσι κι αλλιώς, γιατί να περιμένουμε και να μην τις εξαφανίσουμε από τώρα, ενισχύοντας για παράδειγμα τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς στο κόμμα και την κοινωνία.
Καταληκτικά, επειδή έχουμε υπερεπαρκή ιστορική εμπειρία του πού οδηγεί ο άλλος δρόμος, επειδή η προσπάθεια εργαλειοποίησης των επιμέρους υποκειμένων μοιραία αποτυγχάνει, επειδή η ετερογένεια του συλλογικού ηγεμόνα αποτελεί προϋπόθεση της αποτελεσματικής άσκησης πολιτικής ηγεμονίας, οφείλουμε στη σύγχρονη Αριστερά να καταφάσκουμε την ετερογένειά μας. Όπερ σημαίνει, εν προκειμένω, ότι τη φράση «πυκνός πολιτικός χρόνος» καλό είναι να τη λέμε μόνο με χαμόγελο. Διότι, όσο ο πολιτικός χρόνος παραμένει πυκνός, παραμένει πολιτικός και πάμε καλά. Άμα αρχίσει να αραιώνει, τότε πρέπει να ανησυχήσουμε μήπως κάτι κάνουμε λάθος, πολύ, μα πάρα πολύ λάθος.

             
             


[1] Agamben Giorgio, «Tempo e storia. Critica dell'istante e del continuo», στο Infanzia e storia. Distruzione dell'esperienza e origine della storia, Τορίνο, Einaudi, 1979 = Χρόνος και Ιστορία, Κριτική του στιγμιαίου και του συνεχούς, μτφρ. Δημήτρης Αρμαίος, Αθήνα, Ίνδικτος, 2003, σ. 14.
[2] Ibid., σσ. 34-35.
[3] Ibid., σ. 42.
[4] Είναι σημαντικό να μην υπάρξει η παρανόηση ότι αυτό συμβαίνει μόνο όταν ασκείται βία. Πολύ ωραία το επισημαίνει η Άρεντ: «Είναι, ωστόσο, αποστολή κάθε πράξης, κατ’ αντιδιαστολή προς την απλή συμπεριφορά, να διακόπτει αυτό που θα είχε προχωρήσει αυτόματα και συνεπώς προβλέψιμα.» (On Violence, Νέα Υόρκη. Harcourt, Brace and World, 1970 = Περί Βίας, μτφρ Νικολαΐδου-Κυριανίδου Βάνα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2000, σ. 93).
[5] Agamben Giorgio, op.cit., σ. 35. Το κείμενο του Σενέκα στο οποίο γίνεται αναφορά μπορείτε να το βρείτε και στο διαδίκτυο: http://www.forumromanum.org/literature/seneca_younger/brev.html.
[6] Σιαμανδούρας Σωτήρης, Η έννοια της ελευθερίας στον Machiavelli, http://pandemos.panteion.gr/index.php?op=record&lang=el&pid=iid:5549, βλ. ιδιαίτερα σσ. 285-287.

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

H ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ: Η φαινομενολογική αχρονικότητα και η εμμενής ιστορικότητα του διαδικτύου

(άρθρο του Αλέξανδρου Σχισμένου από το kaboomzine.com)

H ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ –
Η φαινομενολογική αχρονικότητα και η εμμενής ιστορικότητα του διαδικτύου

Έχω την πεποίθηση πως οι επόμενες γενιές θα αντιμετωπίσουν την εμφάνιση του internet όχι σαν τεχνολογική επανάσταση, αλλά σαν οντολογική. Η φράση : ‘Οντολογική Επανάσταση’ ίσως μοιάζει κατάχρηση των όρων, αλλά εννοώ την ανάδυση όχι απλώς ενός νέου τύπου όντος (την ψηφιακή πληροφορία, bit, που υπάρχει στο κοινωνικοϊστορικό ως σημασιακά φορτισμένο ηλεκτροκύμα) αλλά ενός νέου επιπέδου πραγματικότητας, εντός του κοινωνικοϊστορικού πεδίου, η οποία έχει την ιδιότητα να αυτονομείται παραστασιακά πλήρως από την πρώτη φυσική στιβάδα όπου ερείδεται.
Ο διαδικτυακός κόσμος δημιουργεί, στο βαθμό που αναφερόμαστε στο ανθρώπινο φαντασιακό, τόσο για το υποκείμενο, όσο και για την κοινωνία ένα εντελώς καινούργιο τόπο αντανάκλασης και επένδυσής της.
Η σφαίρα του internet αποτελεί μία αντικειμενικότητα, της οποίας ωστόσο η εμφάνιση/παράσταση δεν προσομοιάζει καθόλου με το υλικό της θεμέλιο. Δηλαδή, αυτό που βλέπουμε και μεταφέρουμε μέσω του διαδικτύου, η ψηφιακή πληροφορία, είναι κάτι ριζικά διαφορετικό από την υλική της διάσταση, το ηλεκτρονικό σήμα – byte. Είναι ένα καθαρά φαντασιακό, όχι όμως φανταστικό, ον, όσο μάλιστα διαφορετικό ώστε δεν μπορούμε να τη θεωρήσουμε ως την επιφάνεια ενός υλικού βάθους, όπως π.χ. η επιφάνεια, η μορφή ενός κτηρίου στηρίζεται στις κλειδώσεις του σκελετού του και παραπέμπει αμέσως ή εμμέσως σε αυτόν, ούτε ως την σημειακή κωδικοποίηση ενός δεδομένου συστήματος, αφού ο κώδικας στον οποίο εγγράφεται είναι καθαρά λειτουργικός, ενώ τα νοήματα που μεταφέρονται δημιουργούν και παραπέμπουν σε αυτόνομα σημασιακά και φαντασιακά σύμπαντα.
Ό,τι εμφανίζεται στην οθόνη αποτελεί ένα εικονοποιημένο νόημα ξεκάθαρα αυτόνομο ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό του, ως προς τη σημασία του, από την πραγματική υλική του υπόσταση σαν ηλεκτρονικό κύμα/σημείο. Αποτελεί δε σημείο ενός ψηφιακού κόσμου, που συντίθεται σαν ένα φασματικό ολόγραμμα άπειρων ιδιωτικών κόσμων, ένα νέο επίπεδο κοινωνικής πραγματικότητας που διαθέτει ξεχωριστές ιδιότητες και εφαρμογές. Κάποια από τα ειδολογικά  χαρακτηριστικά του ψηφιακού κόσμου, του διαδικτύου, έχουν να κάνουν καταρχάς με την απόλυτη κυριαρχία της οπτικότητας έναντι της παντελώς απούσας απτικότητας, όπου τα αντικείμενα παρουσιάζονται αποκλειστικά ως φαινόμενα και άυλες παραστάσεις διαρκώς μεταβλητές και παραπέμπει στην  κοινωνικοϊστορική διάσταση ως πεδίο μεταφοράς παρά αναφοράς. Δηλαδή, ένας κόσμος σχεδόν άχρονος, σχεδόν πλατωνικός, μία σχεδόν πνευματική διάσταση η οποία δεν μεσεύεται από την ύλη, μία μορφή με το ελάχιστο υλικό περιεχόμενο, ελάχιστο όσο ένα ηλεκτρόνιο ενώ ταυτόχρονα κατέχει αντικειμενική υπόσταση ανεξάρτητη από κάθε υποκειμενικότητα. Ως τέτοιος, δημιουργεί μία υπόρρητη μεταφυσική του Χώρου, αφού στο εσωτερικό του ως υπερσύνολο ο χρόνος είναι περιττός και απλώς απαριθμείται λογιστικά, δίχως να σωρεύεται ή να υφίσταται ως ρυθμός φθοράς. Μονάχα εξωτερικώς του συστήματος, στην υλική τεχνολογική του υποστήριξη, στους server και τους υπολογιστές, βρίσκεται ο κυβερνοχώρος εκτεθειμένος στο Χρόνο. Μονάχα στην εξωτερική επιφάνεια της πανοπλίας του, στο ρίζωμά του στο πραγματικό, ενώ σαν κλειστό σύμπαν είναι κατεξοχήν α-χρονικό και άπειρα Χωρικοποιήσιμο.  Όμως, αυτή είναι η μία πλευρά του διαδικτύου, που γεννά εξάλλου τις ψηφιακές δυστοπίες τύπου Matrix μίας ανθρωπότητας υποδουλωμένης και φυλακισμένης στο εσωτερικό της όνειρο. Η άλλη πλευρά είναι η κοινωνικοϊστορική του υπόσταση ως ανθρώπινη δημιουργία και η προβληματική σχέση που διατηρεί με το κοινωνικοϊστορικό του περιβάλλον από τη σκοπιά του υποκειμένου.
Η ανάδυση του εικονικού κόσμου στο κοινωνικό μάγμα συνεπιφέρει την ανάδυση μίας νέας επένδυσης της ανθρώπινης υποκειμενικότητας, ενός όντος ασωματικού και επινοημένου από το υπαρκτό υποκείμενο του οποίου ταυτόχρονα αποτελεί μία ιδεατή σκιά και μία επιλεγμένη αναπαράσταση. Η ψηφιακή ταυτότητα του κάθε χρήστη είναι ήδη μία πολλαπλότητα, είναι μία συνειδητή αποσύνθεση του υποκειμένου που εδράζεται κυρίως στην αυτοεικόνα του, στον εαυτό που ο ίδιος επιλέγει να συνθέσει από τα σπαράγματα της προσωπικής του ύπαρξης, και ακόμη και από κομμάτια μιας εντελώς φανταστικής πραγματικότητας. Δημιουργεί μία ψηφιακή σκιά, ένα «ψηφιακό εγώ» απαλλαγμένο από τη σωματικότητα και από τους περιορισμούς που αυτή θέτει.
Προσφέρεται αυτό το avatarως ένα πεδίο απόλυτης ελευθερίας ανασύνθεσης και πειραματισμού και ως τέτοιο αντανακλά τα στοιχεία που το ίδιο το υποκείμενο αναγνωρίζει ή επινοεί ως σημαίνοντα τόσο στον εαυτό του όσο και στον κόσμο γύρω του. Αναδύονται νέα επινοημένα στοιχεία ως στοιχεία της κοινωνικής του ιδιοεικόνας, με διαρκή αναφορά στον Άλλο, δίχως τον κίνδυνο που η υλική παρουσία του Άλλου θέτει. Το ψηφιακό ον έτσι τίθεται ως μία άπειρη αντανάκλαση του υποκειμένου στην εικονική αντικειμενικότητα, όχι πλέον ως αντικείμενο, αλλά ως φαντασιακή ανα-παράσταση. Οι όροι αλήθειας είναι διαρκώς μεταβλητοί.
Οι ψηφιακές κοινότητες που δημιουργούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι κοινότητες φαντασιακές απαλλαγμένες από οποιαδήποτε έννοια εδαφικότητας (παρά μόνο σαν πεδίο αναφοράς αν είναι ομάδες κοινής καταγωγής) που συντίθεται στη βάση της προσωπική επιλογής και της ελεύθερης αναγνώρισης. Τα σύνορα των ψηφιακών κοινοτήτων δεν είναι εδαφικά, συνεπώς εξωτερικά ως προς τις κοινότητες, όπως στον πραγματικό κόσμο, ούτε τίθενται από οποιαδήποτε κοινωνικο-ιστορική «αναγκαιότητα» ή ανταγωνισμό. Είναι προσδιορισμοί γούστου, που υπερβαίνουν κάθε έξωθεν διαχωρισμό εκτός των διαχωρισμών που το ίδιο το άτομο θέτει όταν αναγνωρίζει τον εαυτό του. Αυτό δεν οδηγεί σε ένα χάος αλλά αντιθέτως σε μία ασυνείδητη διαρκή αυτοαλλοίωση των κανόνων του κάθε διαδικτυακού τόπου. Ακριβώς η συνειδητή επιλογή και η απουσία εξωτερικής αναγκαιότητας καθιστούν τους κανόνες αυτούς ταυτόχρονα αυθαίρετους και σεβαστούς, δίχως να χρειάζεται να προσαρμόζονται σε κάποια αντικειμενική λειτουργικότητα, όπως οι αυθαίρετοι, αλλά συμβατοί με τις συνθήκες, θεσμοί μιας κοινωνίας.
Τουτέστιν, η παραβατικότητα στο internet δεν είναι η παράβαση των κανόνων, αλλά η προσπάθεια να επιβληθούν καθολικές κανονικότητες, είναι δηλαδή ακριβώς η μη αναγνώριση του απολύτως ελεύθερου τύπου ανασυγκρότησής της τοπολογίας του. Ο παράνομος δεν είναι ο χάκερ που γκρεμίζει firewalls, αλλά η εκάστοτε επίσημη εξουσία που προσπαθεί να θέσει τύπους λογοκρισίας. Αυτή είναι η εξαίρεση.
Κάθε προσπάθεια υπέρβαση ή παράκαμψης των εμποδίων λογοκρισίας δεν είναι άρνηση, αλλά αντιθέτως, κατάφαση του πραγματικού χαρακτήρα του μέσου, ο οποίος είναι η αδιάκοπη, ελεύθερη ροή πληροφοριών. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο αποτυγχάνουν συνεχώς οι απόπειρες ελέγχου της ροής, γι’ αυτό τίποτε δεν μένει ουσιαστικά κρυμμένο, γιατί η απόκρυψη και η λογοκρισία είναι μέθοδοι που έρχονται σε ριζική αντίθεση με τη φύση του διαδικτύου.
Οι παραπάνω επισημάνσεις θα μπορούσαν να παρεξηγηθούν ως η περιγραφή της απομόνωσης του υπαρκτού υποκειμένου από το κοινωνικό ιστορικό του περιβάλλον ή ως η περιγραφή συγκρότησης ενός νέου σολιψισμού. Ωστόσο, ούτε σολιψιστικός, ούτε απομονωμένος είναι ο κόσμος του διαδικτύου. Από τη μία, είναι σαφές πως οι εικονικές του αναφορές αντανακλούν συμπεριφορές και τάσεις που εντοπίζονται και στην κοινωνική πραγματικότητα. Η διάδοση της πραγματικής πληροφορίας σε άμεσο χρόνο δημιουργεί πράγματι μία παγκόσμια καθολική κοινωνική χρονικότητα με την έννοια της μη εδαφικότητας της εξάπλωσης της πληροφορίας, με την έννοια της δυνατότητας μίας ταυτόχρονης ενημέρωσης για ένα γεγονός και την έννοια της πληροφορικής διασύνδεσης ολόκληρου του πλανήτη, με την έννοια της δυνατότητας της αναπαράστασης συγχρονικών, έστω και άσχετων, ιστορικών γεγονότων σε πραγματικό χρόνο. Δημιουργεί εξίσου μία παγκόσμια καθολική ιστορικότητα, με την έννοια της διατήρησης, του εμπλουτισμού και τη δυνατότητα της διαρκούς αναπαράστασης πληροφοριών και γεγονότων σε μία άπειρη διαχρονικότητα.
Έτσι η εμμενής ιστορικότητα της κοινωνίας όχι μονάχα αναδύεται αλλά και επεκτείνεται σαν αίσθηση του κοινωνικού φαντασιακού μέσω της φαινομενολογικής α-χρονικότητας του διαδικτύου που εκφέρεται ως δυνατότητα συγχρονίας του παρόντος και διαχρονίας του παρελθόντος.
Χωρίς να είναι παράδοξο, ενώ το διαδίκτυο δημιουργεί έτσι μία πρωτοφανή σύνθεση του παγκόσμιου κοινωνικού χρόνου τουλάχιστον για την μειοψηφία της ανθρωπότητας που το χρησιμοποιεί, από την άλλη στο εσωτερικό του κυβερνοχώρου η εμπειρία του υποκειμενικού χρόνου θρυμματίζεται σε άπειρους πιθανούς κλειστούς ιδιοχρόνους της κάθε σελίδας, του κάθε παιχνιδιού, του κάθε κυβερνοκόσμου. Είναι η φαινομενολογική αχρονικότητα ενός άπειρου χώρου που προσφέρει τη δυνατότητα της υποκειμενικής υπέρβασης της εξωτερικής χρονικότητας δίχως την εμβάθυνση στο ψυχικό ή το υποσυνείδητο και έτσι απαλλάσσει το υποκείμενο από την αίσθηση της ιστορικότητας που του μεταφέρει το άμεσα κοινωνικό περιβάλλον. Μέσα στο διαδίκτυο που είναι ένας έμμεσα δημόσιος χώρος, το υποκείμενο δεν αισθάνεται πως διακινδυνεύει παρά μονάχα  συμβολικά.
Έχει ενδιαφέρον να αναφερθούμε λίγο στις οικονομίες των διαδικτυακών παιχνιδιών και στα αντίστοιχα ψηφιακά διαδικτυακά e-sports, όπου παίχτες διαγωνίζονται για μεγάλα χρηματικά έπαθλα στους αντίστοιχους ψηφιακούς κόσμους με τα προσωπικά τους avatar, όπως οι αθλητές στις Ολυμπιάδες. Στην Ασία οι αντίστοιχοι παίχτες έχουν κύρος διασημοτήτων που γεμίζουν γήπεδα. Πιο σημαντικές είναι όμως οι παραοικονομίες των διαδικτυακών παιχνιδιών ρόλων, όπου οι παίχτες μπορούν να εμπορεύονται σημαντικά αντικείμενα ή κειμήλια του κόσμου του παιχνιδιού. Φυσικά ο κόσμος και το παιχνίδι είναι ένας κώδικας γραμμένος από τους προγραμματιστές της αντίστοιχης εταιρείας, οπότε θα περίμενε κανείς ότι οι ψευδοοικονομίες του παιχνιδιού θα ήταν απόλυτα ελεγχόμενες. Κι όμως στα πλέον δημοφιλή παιχνίδια δημιουργήθηκαν παραοικονομικοί τόποι μέσα στο διαδίκτυο, όπου ψηφιακά αντικείμενα πωλούταν σε υπέρογκες τιμές. Αυτές οι παραοικονομίες, όπως η πραγματική οικονομία, δημιούργησαν αντίστοιχες φούσκες και μαύρες αγορές όπου πραγματικά χρήματα, ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων στο σύνολό τους, ανταλλάχθηκαν, επενδύθηκαν ή στοιχηματίστηκαν. Παρά τις προσπάθειες των εταιρειών, οι παραοικονομίες αυτές δεν μπορούν να ελεγχθούν παρά μονάχα με την απόσυρση του παιχνιδιού, καθώς βρίσκουν άπειρο δημόσιο χώρο στο διαδίκτυο για να στήσουν αυτόνομους κόμβους.
Η ‘εισβολή’ αυτή της διαδικτυακής οικονομίας στο κοινωνικοϊστορικό οδήγησε σε στρατόπεδα εργασίας στην Κίνα όπου κρατούμενοι αναγκάζονται να παίζουν μέχρι εξαντλήσεως το εκάστοτε διαδικτυακό παιχνίδι ρόλων προκειμένου να συλλέξουν αντικείμενα προς πώληση στη μαύρη αγορά προς όφελος της ίδιας της κυβέρνησης.
 Από την άλλη όμως πλευρά, στην πρόσφατη ιστορία είδαμε μία διάχυση του κοινωνικοϊστορικού μέσα στο ψηφιακό και αντιληφθήκαμε πως η διάδραση έχει δύο δρόμους. Από τα wikileaks και το κίνημα των Anonymous μέχρι τις αραβικές εξεγέρσεις, βιώσαμε μία «εισβολή» της ιστορίας στο διαδίκτυο, κατά τρόπο που κινήσεις που εμφανίζονται καταρχάς στο διαδίκτυο αναπαράγονται και μεταφέρονται στον πραγματικό κόσμο. Και μάλιστα κατά τρόπο εμφατικό, στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής του 2011, όταν η ελευθερία επικοινωνίας και διάδρασης έρχονται σε σύγκρουση με ένα καθεστώς λογοκρισίας και σκοταδισμού. Δεν είναι τυχαίο πως στον αραβικό κόσμο το facebook απέκτησε μια απελευθερωτική διάσταση δίπλα στην αποχαυνωτική του λειτουργία, ακριβώς επειδή υπέβαλε τρόπους ελεύθερης επικοινωνίας σε μία κοινότητα στεγανών, κλειστών φαντασιακών σημασιών και βοήθησε άμεσα να καμφθεί η κρατική λογοκρισία..
Το ψηφιακό υποκείμενο, απαλλαγμένο, όπως είπαμε, από το βάρος της σωματικότητας, γνώρισε μία πρωτοφανή ελευθερία αυτοκαθορισμού ως ατομικότητα. Η έκπληξη με τις αραβικές εξεγέρσεις  ήταν πως το πραγματικό άτομο βγήκε από τον υπολογιστή στο δρόμο και έθεσε τη σωματικότητά του σε άμεσο κίνδυνο και με τεράστιο κόστος ακριβώς για να απαιτήσει μία παρόμοια ελευθερία αυτοκαθορισμού στο κοινωνικό πεδίο. Είναι σάμπως κάποιο μικρόβιο της ελευθερίας να μεταδόθηκε ηλεκτρονικά.
Είναι ακριβώς τα νέα οντολογικά χαρακτηριστικά της αδιάκοπης επικοινωνίας και της μη υλικής αντικειμενικότητας τα οποία απελευθέρωσαν το άτομο από τις αναγκαιότητες των υλικών ταυτοτήτων. Έτσι τα θεμέλια συγκρότησης του ανήκειν ξεπέρασαν τον προσδιορισμό τους ως θεμέλια υλικά και αναδύθηκαν νέα στοιχεία συγκρότησης, αμιγώς φαντασιακά.
Το κάλεσμα των πλατειών το 2011 επίσης άρχισε μέσα από ψηφιακά μηνύματα και ξεπέρασε την ψηφιακότητα δίχως κόπο ή κόστος, δίνοντας ακόμη μία μορφή στο πνεύμα της ελευθερίας, ζητώντας την άμεση δημοκρατία στον κόσμο της κοινωνικής πραγματικότητας. Τα άτομα που κατέβηκαν στην πλατεία, καταρχάς στη βάση μιας ψηφιακής συμφωνίας και επικοινωνίας, συναντήθηκαν και στο διαδίκτυο, δίχως να χρειάζεται μία ιδεολογική βάση συγκρότησης που να εξασφαλίζει την παρουσία του καθενός σε έναν ιδεολογικά οριοθετημένο χώρο. Αντιθέτως, υπήρξε μία διεκδίκηση και εγκαθίδρυση του πραγματικού δημόσιου χώρου και χρόνου ελεύθερη και συνειδητή.
Από τη στιγμή που ο δημόσιος χώρος αναδύθηκε κοινωνικά, όλα φάνηκαν πιο απλά. Από τη στιγμή που μιλάμε για υποκείμενα που νιώθουν αυτάρκη και ελεύθερα, καμία εκπροσώπηση δεν θα μπορούσε να ριζώσει. Το απρόσωπο πλήθος ή η μάζα δεν είναι έννοιες που αρμόζουν σε μία ελεύθερη επικοινωνία ατομικοτήτων, αντιθέτως υπήρξε μία αυθόρμητη δικτύωση συλλογικών ατόμων. Κόμβοι επικοινωνίας και «πλατφόρμες» πράξης δημιουργήθηκαν ελεύθερα και το άτομο μπόρεσε  να συμμετέχει ελεύθερα όπου ήθελε, ακριβώς γιατί η επιθυμία και η συνειδητή επιλογή μπήκαν στο επίκεντρο έναντι του καθήκοντος και της μεταφυσικής αναγκαιότητας. Αυτόνομη ατομικότητα, ανακλαστική στοχαστικότητα, δημόσιος ελεύθερος χώρος, το συλλογικό άτομο εν συντομία, αναδύθηκαν σαν κεντρικές σημασίες στο κοινωνικό φαντασιακό. Το γεγονός ότι αυτό το πνεύμα της ελευθερίας απλώθηκε σαν φλόγα σε ευρύτατα κομμάτια της κοινωνίας, αποδεικνύει ότι η άμεση δημοκρατία είναι σχεδόν ο φυσικός τρόπος θέσμισης, όταν το υποκείμενο είναι η ελεύθερη ανθρώπινη υποκειμενικότητα.
Αποδεικνύει επίσης πως ο τρόπος ελεύθερης δικτύωσης του ψηφιακού κόσμου αντανακλά μία δυνατότητα δημιουργίας και δικτύωσης αυτόνομων ελεύθερων κοινοτήτων και στην κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα. Η ίδια η αντίληψη της άμεσης δημοκρατίας αλλάζει και διευρύνει τις δυνατότητές της, από τη στιγμή που υπάρχουν διαθέσιμα μέσα επικοινωνίας και προσωπικής ανάληψης δίχως την ανάγκη της εκπροσώπευσης, ούτε της αντιπροσώπευσης και της ανάθεσης που υποτίθεται ότι ‘αρμόζουν’ στα πολυπληθή και πολύπλοκα κοινωνικά μορφώματα.
Ωστόσο, όπως είπαμε παραπάνω, η σχέση του ψηφιακού προσώπου με το πραγματικό υποκείμενο και το κοινωνικοϊστορικό του περιβάλλον είναι εξαιρετικά προβληματική. Καταρχάς είναι μία σχέση καθαρής παραπομπής, σε μία κατασκευασμένη ταυτότητα δίχως εξωτερικούς περιορισμούς όπου η φαντασία του ατόμου μπορεί να προβληθεί άφοβα. Πέρα από τους προφανείς ψυχολογικούς κινδύνους για το ίδιο το άτομο, οι οποίοι έχουν οδηγήσει στη δημιουργία ακόμη και κλινικών απεξάρτησης από το διαδίκτυο, τον κίνδυνο της ψυχικής απομόνωσης και ενός επίκτητου ψηφιακού αυτισμού, αυτό δημιουργεί νέα πεδία διακινδύνευσης και για τον δημόσιο λόγο την στιγμή που ο ψηφιακός δημόσιος χώρος δεν υπόκειται στις φυσικές μεταβολές, κοινωνικές αλλοιώσεις και πολιτικούς περιορισμούς του πραγματικού δημόσιου χώρου. Δεν υπάρχει η αντίστοιχη απόδοση ευθύνης όπως στην πραγματική ζωή, και δεν υπάρχει η χρονική και αντικειμενική αμεσότητα της ενσώματης παρουσίας. Η αποσωματικοποίηση της συνείδησης μέσα στο διαδίκτυο συνεπιφέρει μία αποσωματικοποίηση του αισθήματος, που διαμορφώνει έναν εντελώς διακριτό και πλασματικό ψηφιακό δημόσιο λόγο, ο οποίος, αν και δημόσιος, εκφέρεται από τον πραγματικό ιδιωτικό χώρο της οικίας.
Η άμεση και συνεχής κυκλοφορία της πληροφορίας αντιστοιχεί εξίσου σε μία σημασιακή της υποβάθμιση σύμφωνη προς την διαλεκτική της ποσότητας και της ποιότητας στον υπερθετικό βαθμό. Η εκμηδένιση της χρονικής διάρκειας της διάδοσης επιφέρει μία αντίστοιχη εκμηδένιση της σημασιακής φόρτισης του διαδούμενου. Η εν δυνάμει άπειρη επαναληπτικότητα μιας πληροφορίας εξασθενίζει την χρονική της βαρύτητα. Το αντικείμενο που υπήρξε η κοινωνική αναπαράσταση του αντικειμένου γίνεται πλέον μία αναπαράσταση της αναπαράστασης και ούτω καθεξής στο διηνεκές και η απόσταση μεταξύ του βιώματος και της εμπειρίας γιγαντώνεται.
Τα ψηφιακά αντικείμενα είναι κατεξοχήν φαινομενολογικά και κατεξοχήν φαντασιακά αντικείμενα, αποστερημένα από χρηστική αξία, φορτισμένα με πυκνή συμβολική αξία. Σαν εικόνες, είναι συνάμα αναπαραστάσεις πραγματικών αντικειμένων με τη αυτοτελή τους συμβολική επένδυση που αντικατοπτρίζεται στον κυβερνοχώρο ως δυνάμει άπειρη, με την έννοια της απροσδιοριστίας. Ως τέτοια, συνθέτουν έναν κυβερνοχώρο που αποτελεί μία αναπαράσταση της κοινωνίας,  όπως τα ίδια τα κοινωνικά υποκείμενα επιλέγουν να αναπαραστήσουν τον εαυτό τους έξω από το Χρόνο. Αν το προφίλ στο facebook κατορθώνει να επιβιώσει μετά το θάνατο του κάτοχο του, σαν μία αποκρυσταλλωμένη και ταριχευμένη ψηφιακή ιδιοεικόνα του, αυτό σύντομα θα δημιουργήσει και ένα ψηφιακό σύμπαν του παρελθόντος της ανθρωπότητας, όπου τα συμβολικά ίχνη των νεκρών θα στέλνουν ακόμη φωτεινά κύματα, σαν τους νεκρούς αστερισμούς του ουρανού.
Ο φαντασιακός πολλαπλασιασμός του ψηφιακού προσώπου σαν σύνολο σημείων, συνοδεύεται όμως και από μία σημασιακή ισοπέδωση του πραγματικού προσώπου στην κατοπτρική του διάσταση. Ο κυβερνοχώρος είναι μία επιφανειακή ορατή παράσταση που απευθύνεται πρωταρχικά στην αίσθηση της όρασης και στο σημασιακό πεδίο που ορίζεται από την ορατή πλευρά του κόσμου και δευτερευόντως στην ακοή σαν αισθητικό συμπλήρωμα εμψύχωσης του ορατού κόσμου. Δεν είναι μόνο η πρόσληψη της ψηφιακής πληροφορίας πρωταρχικά οπτική, αλλά επίσης και η πλοήγηση και χρήση του διαδικτύου συντονίζεται και απευθύνεται στην όραση. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε πως η οπτική διάσταση είναι μία επιφανειακή στιβάδα του παραστασιακού μάγματος, στο οποίο συμμετέχουν εξίσου και οι λοιπές αισθήσεις, αλλά και μία διάσταση στην οποία το τυφλό μέρος της ανθρωπότητας δεν έχει πρόσβαση. Σαν ιστορική δημιουργία της σύγχρονης κοινωνίας, παρότι ο κυβερνοχώρος αξιώνει την οικουμενικότητα και την παγκοσμιότητα, αυτη η παγκοσμιότητα είναι πρακτικά πλασματική.
Πέρα λοιπόν από την συνολοταυτιστική διάσταση του διαδικτύου ως λειτουργικό δίκτυο άμεσης μετάδοσης και διασποράς πληροφοριών, η φαντασιακή σημασιακή του διάσταση ως κυβερνοκόσμου παράστασης και ανασύνθεσης συμβολικών σημασιών και νοημάτων έχει ορίζοντα μικρότερου εύρους αλλά εν δυνάμει άπειρου βάθους.Η φετιχοποιημένη εικόνα που παρουσιάζει η άποψη της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας ως κοινωνίας του θεάματος γίνεται κωδικοποιημένο σημείο ενός ψηφιακά αδιαφοροποίητου κόσμου, ικανού να χωρέσει όλα τα θεμιτά νοήματα του παγκόσμιου κοινωνικού φαντασιακού μάγματος.
Αυτός ο εικονικός κενός χώρος που προσέφερε ο κυβερνοχώρος γέμισε με την πληθώρα των ιστότοπων, των κόμβων, των μηχανών αναζήτησης και των αυξανόμενων πληροφοριών που δημιουργούνται, μεταδίδονται, αναπαράγονται και αποθηκεύονται. Δίχως υλικό εξωτερικό όριο ο κυβερνοχώρος ισούται με το σύνολο των κυβερνοτόπων που υπάρχουν τη δεδομένη στιγμή, αλλά αυξάνεται συνεχώς και εν δυνάμει παρουσιάζεται ως άπειρο υπερσύνολο, το οποίο αντιστοιχεί στην συνολοταυτιστική, μαθηματική υπόσταση της υλικής του υποδομής. Δίχως λειτουργικό χώρο για την αρχή της λογοκρισίας, προσφέρεται επίσης ως τόπος μετάδοσης και παρουσίασης των σημασιών, εν δυνάμει άπειρου βάθους, το οποίο αντιστοιχεί στην φαντασιακή του λειτουργία ως μέσον ανθρώπινης επικοινωνίας. Και μάλιστα μίας ελεύθερης επικοινωνίας, ουσιαστικά αχρήματης και ασώματης, η οποία επιτρέπει σε καταπιεσμένες και λογοκριμένες σημασίες να παρουσιαστούν κεντρικά και τοπικές συγκρούσεις και αντιστάσεις να απευθυνθούν σε ένα παγκόσμιο ακροατήριο. Δίχως αρχή λογοκρισίας που να επιβάλλεται στο ίδιο το μέσον, η επιτυχίά ή απόρριψη του περιεχομένου των περιθωριακών σημασιών που ανέρχονται στην επιφάνεια επαφίεται ουσιαστική στην ευρύτερη κοινωνική πρόσληψή τους.
Αυτό καθιστά το internet επικίνδυνο για την θεσμισμένη ρητή εξουσία και την ρητή εξουσία ευάλωτη στο internet, και απογυμνώνει την πολιτική των κρατικών ολιγαρχιων από τον προπαγανδιστικό λόγο δικαίωσης που τις προστάτευε ως αποκλειστικός δημόσιος λόγος.
Όπως στην κοινωνική πραγματικότητα το κράτος συγκρούεται με την κοινωνία με επίδικο τον δημόσιο χώρο, έτσι και στην ψηφιακή πραγματικότητα οι κρατικοί και κεφαλαιοκρατικοί οργανισμοί συγκρούονται με την κοινωνία των χρηστών με επίδικο το δημόσιο λόγο. Το κίνημα για το ελεύθερο λογισμικό το οποίο υπερασπίζεται ουσιαστικά την ελέυθερη μετάδοση της πληροφορίας και της επιστημονικής γνώσης πέρα από τα κλειστά ιερατεία της πατέντας και της ελεγχόμενης έρευνας, συναντιέται στο διαδίκτυο με κινήματα που μεταφέρουν την κοινωνική σύγκρουση στους ψηφιακούς κόμβους επικοινωνίας. Η σύγκρουση των κρατικών θεσμών με ελεύθερες κοινότητες hacker, όπως είναι οι Anonymous (οι οποίοι είναι και η πρώτη παρόμοια κοινότητα με σαφή πολιτικό προσανατολισμό) ή με άτομα, όπως είναι οι μοναχικοί hacker ή  αυτομολήσαντες όπως ο Snowden, εντείνεται και κλιμακώνεται παράλληλα και ανάλογα με την κλιμάκωση της πραγματικής κοινωνικής σύγκρουσης. Ο ψηφιακός πόλεμος που διεξάγεται γύρω από έννοιες όπως ‘ασφάλεια’, ‘κυριότητα’ και ροή της πληροφορίας’ είναι μία ακόμη όψη της πλανητικής κοινωνικής σύγκρουσης με εξαρχής παγκόσμια διάσταση. Οι κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών μεταφέρουν στο διαδίκτυο την τεχνογνωσία του Ψυχρού Πολέμου με όρους ψηφιακής κατασκοπείας σε μία διαρκή μάχη κρυπτογράφησης και αποκρυπτογράφησης.
Οι προσπάθειες ελέγχου του διαδικτύου αντιμετωπίστηκαν, μεταξύ άλλων με την δημιουργία του λεγόμενου ‘βαθέος διαδικτύου’ ή ‘βυθού του διαδικτύου’ όπου κρυπτογραφημένες πληροφορίες ανταλλάσσονται μέσα από τεχνικές διασποράς των πηγών και απόκρυψης του πρωταρχικού πομπού, όπως το δίκτυο Tor, πέρα από τους επίσημους περιορισμούς του εταιρικού κυβερνοχώρου. Από την άλλη, τα επίσημα λογισμικά κρυπτογραφημένης ασφάλειας αποδεικνύονται ευάλωτα όχι μόνο στις επιθέσεις αλλά και στο ανθρώπινο λάθος. Και τα ρήγματα ασφαλείας τους δεν χρησιμοποιούνται μόνο από άτομα αλλά και από κρατικές υπηρεσίες.
Τον Απρίλη του 2014 αποκαλύφθηκε ένα λάθος στο υποπρόγραμμα διαχείρισης επικοινωνίας της  OpenSSL, το οποίο χρησιμοποιούσαν μεγάλες εταιρείας διαδικτυακής ασφάλειας στα προγράμματά τους όπως η McAfee για παράδειγμα τα οποία με τη σειρά τους ήταν εγκατεστημένα σε αναρίθμητες κρατικές και εταιρικές υπηρεσίες αλλά και σε προσωπικούς υπολογιστές παγκοσμίως για να προστατεύουν τα ψηφιακά στοιχεία (τα προσωπικά στοιχεία) και ίχνη των χρηστών. Το λάθος (ονομάστηκε καρδιορραγία, Heartbleed), που δεν ήταν κακόβουλο πρόγραμμα, τύπου ‘ιός’, ώστε να ανιχνεύεται από τα αντιϊκά προγράμματα, αλλά εγγενής ανεπάρκεια του λογισμικού διαδικτύωσης του συγκεκριμένου υποπρογράμματος σήμαινε ουσιαστικά πως τα ‘απόρρητα’ στοιχεία όσων έτρεχαν το συγκεκριμένο λογισμικό ήταν εκτεθειμένα και προσβάσιμα σε οποιονδήποτε. Εκτεθειμένα τόσο σε hacker όσο και σε κυβερνητικές υπηρεσίες πληροφοριών, όπως η NSA των Η.Π.Α. η οποία, όπως αποκαλύφθηκε τον ίδιο μήνα, γνώριζε για το συγκεκριμένο σφάλμα επί δύο χρόνια (!) αποφασίζοντας να το κρατήσει μυστικό προκειμένου να το εκμεταλλευτεί για να συλλέξει τις διαθέσιμες ‘απόρρητες’ και ‘αυστηρά προσωπικές’ πληροφορίες.
Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το ίδιο το Tor, το ελεύθερο δίκτυο ροής πληροφοριών έμεινε απρόσβλητο από το σφάλμα. Ο Andrew Auernheimer, συντάκτης του περιοδικού Wired, είχε προειδοποιήσει τους χρήστες να μην ενημερώνουν τις εταιρείες για τα ρήγματα ασφαλείας που εντοπίζουν, γράφοντας: ‘...σε μία εποχή αχαλίνωτης κατασκοπείας στον κυβερνοχώρο και καταπίεσης των αντιφρονούντων, ο μονος ηθικός τόπος όπου μπορείς να εκμυστηρευτείς ένα κενό ασφαλείας που εντόπισες, είναι σε κάποιον που θα το χρησιμοποιήσει για την κοινωνική δικαιοσύνη. Και αυτός δεν είναι οι πάροχοι υπηρεσιών, οι εταιρείες ή οι κυβερνήσεις – είναι τα άτομα’.[1]
Σε ένα άλλο επίπεδο, ο ελεύθερος, αυθόρμητος και ατομοκεντρικός τύπος δικτύωσης των πληροφοριακών και ψηφιακών τόπων προσφέρει ένα παράδειγμα παγκόσμιας δικτύωσης των κοινωνικών κόμβων ελευθερίας με όρους άμεσης δημοκρατίας. Τριγύρω απλώνεται ένα διαφανές δίκτυο κοινωνικών συμπεριφορών , εξουσιαστικών δομών, και θεσμισμένων μορφών κοινωνικής οργάνωσης και αναπαραγωγής. Η πολιτική πράξη, έχοντας ως στόχο τη διάρρηξη του κυρίαρχου φαντασιακού που βρίσκεται στον πυρήνα όλων αυτών, δεν μπορεί παρά να γίνεται δημόσια και ανοιχτά σε κάθε χώρο όπου καθημερινά στήνεται το θέατρο του παραλόγου. Το άτομο είναι ακέραιο και έτοιμο να ενεργοποιήσει την πολιτική του βούληση ανά πάσα στιγμή.Αυτή την κοινωνία, αυτή την πολιτική παιδεία αναζητούμε στους τόπους ελευθερίας που αναδύονται μέσα από την ελεύθερη επικοινωνία. Καθώς την αναζητούμε, την πραγματώνουμε κιόλας. Όσο στενεύουν τα όρια της εξουσίας του κράτους, ανοίγει η δημόσια ελευθερία.




[1] Βλ. wired.com/2012/11/hacking-choice-and-disclosure.

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Θέρμανση: ενεργειακοί γίγαντες στην αιθαλομίχλη



Εάν επιθυμούμε να βγούμε από την αιθαλομίχλη, οφείλουμε να αναζητήσουμε την –κακόβουλη- ορθολογικότητα πίσω από το φαινομενικά παράλογο μέτρο της εξίσωσης φόρου πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης, να δούμε ποιος τέλος πάντων μας σκοτώνει καθημερινά και γιατί ακριβώς. Πρώτα όμως, δυο λόγια για το μέτρο.
Η πολιτική της εξίσωσης του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης φαίνεται εκ πρώτης όψεως να στερείται κάθε ορθολογικότητας. Επιβάρυνε τον οικογενειακό προϋπολογισμό σε συνθήκες κρίσης, όπου το ζητούμενο είναι η κατανάλωση. Προκάλεσε σωρεία τραγωδιών με ανθρώπινα θύματα. Στέρησε τη θέρμανση από χιλιάδες ανθρώπους. Δεν άγγιξε –αν δεν ωφέλησε- το λαθρεμπόριο, αφού το ναυτιλιακό πετρέλαιο εξακολουθεί να απολαμβάνει ειδικό καθεστώς. Απειλεί τον δασικό πλούτο με την κατακόρυφη αύξηση της οργανωμένης λαθροϋλοτομίας. Έπληξε άμεσα τη δημόσια υγεία με την επανεμφάνιση του τραγικού φαινομένου της αιθαλομίχλης, το οποίο μέχρι πρότινος γνωρίζαμε μόνον από τις περιγραφές του Λονδίνου του 19ου αιώνα. Και τέλος: απέτυχε εισπρακτικά, μειώνοντας αντί να αυξήσει τα κρατικά έσοδα, λόγω της πτώσης της κατανάλωσης (600 εκατ. ευρώ υστέρηση φέτος με βάση τα επίσημα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους). Στα σχετικά νούμερα θα πρέπει να συνυπολογισθούν οι απώλειες για τον προϋπολογισμό από το επίδομα θέρμανσης και τη μείωση στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος προς αντιμετώπιση της αιθαλομίχλης.
Ο –σε πρώτο επίπεδο- εξόφθαλμος παραλογισμός του μέτρου είναι τέτοιος που έφερε δεκάδες χιλιάδες πολίτες στους δρόμους στη βόρεια Ελλάδα, στερείται νομιμοποίησης ακόμη και στα πλέον καθεστωτικά ΜΜΕ και –εσχάτως- οδήγησε ομάδα σαρανταενός βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας να ζητήσουν την απόσυρσή του. Μιλάμε δηλαδή για μέτρο που κατορθώνει κάτι σπάνιο στην ιστορία της μετεμφυλιακής Ελλάδας, να κάνει σημαντικό κομμάτι της Δεξιάς να συμφωνήσει με την Αριστερά. Αν οι βουλευτές της Δεξιάς και της Αριστεράς συζητούσαν για τη θεωρία της εξέλιξης, θα είχαν μικρότερες πιθανότητες συμφωνίας. Πρόκειται δηλαδή για αποτυχία που ανήκει πλέον στην τάξη του επιστημονικού δεδομένου. Και παρόλα αυτά, δεν αποσύρεται.
Αν όμως κοιτάξουμε τι πέτυχε το μέτρο, ίσως τελικά να καταλάβουμε γιατί τόση επιμονή, και το μοναδικό πράγμα που πέτυχε ήταν η κατά 80% μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου (μελέτη ΙΟΒΕ). Δικαιούμαστε λοιπόν να υποθέσουμε ότι, πιθανότατα, ο κύριος στόχος ήταν ακριβώς η μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου. Γιατί όμως να επιδιώκεται τόσο σθεναρά η μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου και ποιος την επιδιώκει; Θα βάλω μερικές τελίτσες και θα τις ενώσουμε.
Πρώτον, από το 2000 υπάρχει κάτι που λέγεται «Πράσινη Βίβλος-Προς μία ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού»[i]. Όπως φαίνεται και από το υπόλοιπο του τίτλου, το παλιόχαρτο τούτο δεν ονομάζεται πράσινο λόγω του οικολογικού του χαρακτήρα αλλά γιατί « green paper» στα αγγλικά σημαίνει μια κυβερνητική αναφορά που προετοιμάζει την αλλαγή νομοθεσίας. Όπως ομολογείται, άλλο είναι το αντικείμενο της εν λόγω έκθεσης: «Η παρούσα Πράσινη Βίβλος προέκυψε ως αποτέλεσμα της εξής διαπίστωσης: ότι αυξάνει ανησυχητικά η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης», κάτι που αντιμετωπίζεται ως σύνθετο γεωπολιτικό και οικονομικό[ii] πρόβλημα και πολύ λιγότερο ως περιβαλλοντικό πρόβλημα. Άλλωστε, όπως θα δούμε, προκρίνονται ως λύσεις, μεταξύ άλλων, τόσο ο άνθρακας όσο και η ξυλεία, που καθόλου δεν μειώνουν τις εκλύσεις διοξειδίου του άνθρακα.
Πιο συγκεκριμένα. Για τα ορυκτά καύσιμα αναφέρονται τα εξής: «Για τον γαιάνθρακα, η διεθνής αγορά μπορεί να θεωρηθεί ανταγωνιστική, για το πετρέλαιο μπορεί να θεωρηθεί ότι στη διεθνή αγορά δεσπόζει ένα καρτέλ και για το φυσικό αέριο μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατάσταση είναι ιδιόμορφη, χαρακτηριζόμενη από τοπικά ολιγοπώλια, με συμπεριφορά καρτέλ, στα οποία οι τιμές προσδιορίζονται από την αγορά πετρελαίου». Ομολογείται συνεπώς ότι η ΕΕ δεν μπορεί να βασιστεί στα ορυκτά καύσιμα για να διαχειριστεί την ενεργειακή της εξάρτηση και γίνεται και μια ιεράρχηση των ορυκτών καυσίμων, όπου τη χειρότερη θέση παίρνει, τί άλλο, το πετρέλαιο. Για να αντικατασταθεί το πετρέλαιο και σταδιακά και το φυσικό αέριο, προτείνεται ένα μείγμα ενεργειακής πολιτικής που βασίζεται σιωπηρά στον λιθάνθρακα, πιο φωναχτά στην πυρηνική ενέργεια και τέλος στην ανάπτυξη των «ανανεώσιμων» πηγών ενέργειας. Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι τα φωτοβολταϊκά με τα οποία γεμίσαμε προσφάτως τον τόπο, τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια που το ελληνικό κράτος επιχειρεί να φτιάξει σε κάθε χωριουδάκι και –βεβαίως- «η ξυλεία θέρμανσης». Ναι, αναφέρεται επί λέξει ως λύση η ξυλεία θέρμανσης.
Δεύτερον, ότι η πολιτική αυτή απαγκίστρωσης από το πετρέλαιο και δευτερευόντως το φυσικό αέριο εφαρμόζεται ήδη πανευρωπαϊκά, για λόγους που δεν είναι πρωτίστως οικολογικοί αλλά οικονομικοί και γεωπολιτικοί, υποδεικνύεται και από την «απελπισία» των αντίστοιχων επιχειρηματικών κύκλων. Την Παρασκευή 11 Νοεμβρίου, 10 ευρωπαϊκοί γίγαντες που αντιπροσωπεύουν το 50% της ευρωπαϊκής ενέργειας συναντήθηκαν στις Βρυξέλες για να δηλώσουν τη δυσαρέσκειά τους, ιδιαίτερα για το «αδιέξοδο» στο οποίο βρίσκεται η αγορά φυσικού αερίου, λόγω του ανταγωνισμού από τις επιδοτούμενες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και από τον άνθρακα. Όπως σημειώνουν μάλιστα, οι εκλύσεις διοξειδίου του άνθρακα αυξήθηκαν κατά 2.4% μεταξύ 2011 και 2012, κατά κύριο λόγο εξαιτίας των βρετανικών και γερμανικών εργοστασίων παραγωγής ενέργειας με καύσιμο τον άνθρακα.[iii]
Από τι θορυβήθηκαν άραγε οι γίγαντες της ενέργειας και δη του αερίου, η τιμή (και άρα και η κατανάλωση και τα κέρδη) του οποίου συνδέεται με την τιμή του πετρελαίου; Πιθανότατα από μια έκθεση της Κομισιόν, η οποία προηγήθηκε μόλις ένα μήνα και η οποία προτείνει αύξηση του φόρου στο πετρέλαιο κίνησης (που θα συμπαρασύρει ανοδικά και το πετρέλαιο θέρμανσης και το αέριο) όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για Ισπανία, Ιταλία, Λετονία, Πορτογαλία και Βρετανία.[iv] Αυτό έχει επιπρόσθετο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι η Βρετανία είναι ο βασικότερος παραγωγός πετρελαίου της ΕΕ, δεν είναι καν στο ευρώ και σίγουρα δεν είναι εξαρτημένη χώρα που γίνεται «προσπάθεια να τρομοκρατηθεί ο πληθυσμός της και να συμβιβαστεί με τη φτωχοποίηση» (όπως περίπου λένε όλες οι αναλύσεις της Αριστεράς αυτή τη στιγμή).
Τρίτον. Τί ενθαρρύνει η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της αιθαλομίχλης; Τη χρήση ηλεκτρικού ρεύματος. Τί πωλείται το 2014; Η ΔΕΗ που βασίζεται –μην ξεχνιόμαστε- στον άνθρακα και τα υδροηλεκτρικά. Ποιος θα την αγοράσει; Διεθνείς ενεργειακοί γίγαντες σε συνεργασία με εγχώριους ομίλους, π.χ. Βαρδινογιάννης, Λάτσης, Μυτιληναίος, Μπόμπολας.
Εν κατακλείδι. Το φαινομενικά ανορθολογικό μέτρο εξίσωσης του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης φαίνεται τελικά να «λειτουργεί» στο πλαίσιο της γενικότερης ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ, η οποία κινείται στην κατεύθυνση απαγκίστρωσης και από το φυσικό αέριο αλλά πρωτίστως από το πετρέλαιο. Πρόκειται δηλαδή μάλλον για μέτρο διαρθρωτικού χαρακτήρα που βγάζει νόημα στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού προστατευτισμού και βγαίνει –υπό αυτή την έννοια και μόνο- εκτός του γνωστού νεοφιλελεύθερου κάδρου, για να καταλήξει όμως και πάλι να γεμίσει τις γνωστές διεθνείς και εγχώριες τσέπες κάνοντας ταυτόχρονα τη χώρα πιο «ανταγωνιστική». Το τι σχέση ακριβώς μπορεί να έχουν αυτά τα συμφέροντα με τον τρόπο και τη στιγμή εφαρμογής της πολιτικής αυτής στην Ελλάδα, την περίοδο που προετοιμάζεται η πώληση της ΔΕΗ και η «απελευθέρωση» της ελληνικής αγοράς ενέργειας, μόνον η συγκυβέρνηση είναι σε θέση να γνωρίζει.

Ιανουάριος 2014
Σιαμανδούρας Σωτήρης


[i] «Πράσινη Βίβλος -Προς μία ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού», [ηλ. έκδ.]: http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:52000DC0769:EL:HTML.
[ii] Οι ρυθμοί ανάπτυξης των ευρωπαϊκών χωρών που βασίζονται στην εισαγωγή πετρελαίου επηρεάζονται άμεσα από τη διακύμανση της τιμής του. Βιαστικά και ενδεικτικά παραπέμπω σε άρθρο του προηγούμενου Απρίλη από τo http://www.iefimerida.gr : http://goo.gl/HJHcFZ.
[iii] Paris Gilles, «Les géants européens de l’énergie plaident la cause du gaz à Bruxelles », Le Monde,  [ηλ.εκδ.] :http://www.lemonde.fr/economie/article/2013/10/11/les-geants-europeens-de-l-energie-plaident-la-cause-du-gaz-a-bruxelles_3494147_3234.html.